βλᾶκας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλᾶκας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλᾶκας ἐπίθ. κοιν. Θηλ. βλᾶκα κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βλάξ.

Σημασιολογία

'Ανόητος, μωρός, ἠλίθιος: Φρ. Βλᾶκας μὲ περικεφαλαία (πολὺ μωρὸς) σύνηθ. Βλᾶκας ἀπὸ κούνιˬα (βλὰξ ἐκ γενετῆς) πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄμυˬαλος 1, ἔτι δὲ ἀγάθας, ἀγαθιˬάρις, ἀγαθόπουλλος, ἀγαθός Α3 ἀγαθούκλης, ἀγαθούλλης, ἀγαθωτός 2, ἄλαλος 4, ἀλαφρὸς 9, ἀμπλάκης 2, ἀνάποδος Α5δ, ἄνογος, ἀνόητος, ἁπαλαδόστομος 2, ἄπραχτος 2γ, βλακέντιος, κουτός, μουρλός, μποῦφος, μωρός, παλαβός, χαζός. Πβ. ἀγαθομαρία, ἀγαθομαροῦσα, ἀγαθομηλεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/