βλακεία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλακεία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλακεία ἡ, λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βλακεία.
Σημασιολογία
1)Μωρία, ἠλιθιότης: Ἡ βλακεία του δὲ λέγεται. Συνών. ἀλαφράδα, ἀλαφρομυˬαλιˬὰ, ἀλαφρωμάρα, ἀλογιστία, ἀμυˬαλιˬά, ἀμυˬαλωσύνη, ἀνογιˬά, ἀνοησία, ἀφέλεια 1β, βλακωμάρα, κουταμάρα, κουτουράδα, χαζωμάρα. 2) Λόγος μωρός: Αὐτὸς ὅλο βλακεῖες λέει. 3) Πρᾶξις ἠλιθία: Πῆγε κ᾿ ἔκαμε μιˬὰ μεγάλη βλακεία. Ἔκαμα τὴ βλακεία νὰ τὸν πιστέψω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA