γριούδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριούδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γριούδα ἡ Μακεδ. - Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 133 γριγιˬούδα Μ. Ἀσία (Κυδων.) Λέσβ. (Πάμφιλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γριὰ καὶ τῆς παραγωγγ. καταλ -ούδα.

Σημασιολογία

Ἡ μικρόσωμος γραῖα ἔνθ᾽ ἀν.: Γριγιˬούδα ᾽κατὸ χρονῶ Λέσβ. (Πάμφιλ.) || Παροιμ. Ἔμαθε ἡ γριούδα ᾽ς τὰ σ᾽κέλιˬα τ᾽ ὁλημέρα τὰ γύρευε (τὰ σ᾽κέλιˬα = τὰ συκέλια, τὰ σῦκα· ἐπὶ τῶν ἀδιακρίτων, τῶν ἀπαιτούντων τι, ὅπερ συνήθισαν νὰ λαμβάνουν) Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/