ἀσωντύμιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσωντύμιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσωντύμιˬαστος ἐπίθ. Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σωντύμιˬαστὸς < συντυμιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων ἔνδοθεν ἐπένδυσιν, ὁ μὴ ἔχων ἀστάρι: Φόρεμα ἀσωντύμιˬαστο. Συνών. ἀστάρωτος, ἀσωπάννιˬαστος, ἀφοδράριστος. 2) Ὁ μὴ περιβεβλημένος ἔσωθεν μὲ σινδόνα: Πάπλωμα ἀσωντύμιˬαστο. Συνών. ἀκαπλάντιστος 1, ἀσεντόνιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/