ἀσώπαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσώπαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσώπαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσώπαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀτσώπαστος Ἤπ. ἀτσώπαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. * σωπαστὸς < σωπάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σιωπῶν, ἀσίγητος σύνηθ.: Ἀσώπαστος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲ σωπαίνει σύνηθ. || ᾎσμ. Σιγὰ κ᾽ ἐσεῖς, ἀσώπαστα τρελλοχελιδονάκιˬα Μύκ. – Ποίημ. Ὕπνος βαθὺς ἐκοίμισε τ’ ἀσώπαστό μου κλάμα ΜΖώτ. Ἀφιέρ. 16 Καὶ τῆς κρυφῆς λαχτάρας μου ἡ ἀσώπαστη φωνὴ ΜΤσιριμώκ Σονέττ. 5. β) Ὁ διαρκῶς κλαυθμυρίζων, ἐπὶ νηπίου Λεξ. Δημητρ.: Βγάνει δόντιˬα κ’ εἶναι ἀσώπαστο. γ) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ σιωπήσῃ Νάξ.: Θὰ σὲ κάνω ἀσώπαστο ᾿ς τὸ ξύλο! 2) Ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος πολλαχ.: Ἀσώπαστος ἀέρας. Ἀσώπαστη βουὴ πολλαχ. Ἔχτρα ἀσώπαστη ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 16 – Ποίημ. Γνώρισα μιˬὰ θλῖψι μέσα μου, | θλῖψι ἀσώπαστη, μεγάλη ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 50.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA