ἀσώρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσώρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσώρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀσέρευτος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σωρευτὸς < σωρεύω, παρ’ ὃ καὶ σερεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ περισυλλεχθείς, ὁ μὴ συναχθείς, ἀσύνακτος ἔνθ’ ἀν.: Ἀσώρευτη σταφίδα Λεξ. Δημητρ. Βελανίδι ἀσώρευτο αὐτόθ. Ἐρρόξαν τὰ μῆλα ἐπουκὰ ᾿ς σὸ δεντρὸ ταὶ τεῖνταν ἀσώρευτα Ὄφ. Τὰ σταφύλ - τὰ σῦκα - τὰ φασούλ ἀσώρευτα εἶν᾿ Κερασ. Ἐκύεν τὸ σ᾿τάρ᾿ κιˬ ἀκόμαν ἀσώρευτον ἔν’ (ἐκύεν = ἐξεχύθη) Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσυμμάζευτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA