ἄσωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσωστος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσουστους βόρ. ἰδιώμ. ἄσωτος Βιθυν. Δαρδαν. Κωνπλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) - Μποὲμ Ζωγραφ. 9 - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἄσουτους Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Μακεδ. (Καστορ. Νάουσ. Χαλκιδ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀνάσωστος Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀνάσουστους Μακεδ. (Σιάτ.) ἀνέσωστος Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.) - Λεξ. Αἰν. ἀνέσουστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ. Καταφύγ. Νάουσ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀνέσωτος Εὔβ. (Αἰδηψ.) ἀνέσουτους Σάμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄσωστος. Διὰ τὸ ἀνέσωστος ἰδ. ἀ- στερητ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐξαρκέσας εἴς τι Ἤπ. 2) Ἀτελείωτος, ἀνεξάντλητος, ἀμέτρητος σύνηθ.: Ἄσωστο ἀλεύρι - κρασὶ λᾴδι. Ἄσωστα κάρβουνα - ξύλα. Ἄσωστη δουλε͜ιὰ - θάλασσα. Ἄσωστα βάσανα - παραμύθιˬα κττ. σύνηθ. Τὸ κρύο εἶναι ἀνυπόφορο, ὁ δρόμος ἄσωτος Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. Ἄσωτο ἀσκέρι Καλάβρυτ. Ἄσουτους κόσμους Ἁλμυρ. Ἄσουτα πλούτη Καστορ. Ἄσουτα χτήματα Νάουσ. Πιˬάνουν ψάριˬα ἄσουτα Καστορ. || Φρ. Ἄσουστα κιˬ ἀπλήρουτα (ἐπὶ ὑποθέσεων αἱ ὁποῖαι δὲν τελειώνουν) Θεσσ. (Ζαγορ.) || Παροιμ. Ἄσωστη ἡ πέτρα ’ς τὰ νταμάριˬα καὶ τὰ κλαριˬὰ ’ς τὸ λόγγο (ἐπὶ φυγοπόνου) Λεξ. Δημητρ. || Ποιήμ. Θάλασσα ὁ κάμπος ἄσωστη, καράβιˬα τ’ ἄστρα σπίτιˬα ποῦ πάν καὶ ταξιδεύουνε μὲ τὰ παννιˬὰ τῆς μοίρας ΡΓκόλφ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 56 Ἀνθίζουν τὰ τριαντάφυλλα, γελοῦν οἱ ἀνεμῶνες κ᾿ εἶν᾽ οἱ βιˬολέττες ἄσωστες, περήφανα τὰ κρίνα ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην. 18. Συνών. ἀλογάριˬαστος Α1β, ἀλόγιˬαστος 2, ἀμέτρητος 1β, ἄμετρος, ἄπατος (Ι) 2, ἄπειρος, ἀτελείωτος. 3) Ὁ μὴ περατωθείς, ἡμιτελὴς σύνηθ.: Ἄσωστος τοῖχος. Ἄσωστο σπίτι. Ἄσωστο παραμύθι σύνηθ. Ἀνέσουστ᾿ δ᾿λε͜ια Θεσσ. Πουλλὰ κά’ς κιˬ ἀνέσουστα αὐτόθ. Συνών. ἀπόσωστος 1. β) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μὴ φθάσῃ τι, νὰ μὴ ἀξιωθῇ τινος καὶ ἰδίως μακρᾶς ζωῆς Ἤπ. (Ζαγόρ.): Οὐ ἀνέσουστους, ποῦ νὰ μὴ σώσ’ κὶ νὰ μὴ φτάσ’! (ἀρά). 4) Ὁ μὴ συμπληρώσας τὴν ἀνάπτυξίν του, ὁ προώρως τεχθεὶς καὶ ἐντεῦθεν ὁ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς ἐλαττωματικὸς Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἄνδρ. Ἤπ (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Ὀλυμπ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Πρω.: Τὸ παιδὶ γεννήθηκε ἀνέσωστο Βούρβουρ. Ἄσωστο ἀβγὸ Λακων. Ἦταν μ᾿σὸς κιˬ ἀνέσουστους Αἰτωλ. β) Καχεκτικὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἡ ἀστένε͜ια μ’ ἔκαμι μ'σὸν κιˬ ἀνέσουστουν. 5) Ἀνόητος, μωρὸς Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ. – Λεξ. Δημητρ.: Ἄφ’σε τον τὸν ἄσωστον! Σαρεκκλ. Ἄσωστες κουβέντες Λεξ. Δημητρ.: Ἄσωστα λόγιˬα Ἄνδρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄλαλος 4, ἄμυˬαλος 1, ἀνάποδος Α5 δ, ἄνογος, ἀνόητος. 6) Λιποβαρὴς Νάξ. Ἀπύρανθ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.: Ἄσωστος ’ς τὸ ζύγισμα (Ἀπύρανθ.) Κρέας ἄσωστο Λακων. Ψάρια ἄσωστα αὐτοθ. 7) Ὁ μὴ δίκαιος, ὁ μὴ εὐθὺς Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. Ὁ ἄσωστος κιˬ ἄν πλερώθηκε, ἀκόμα ἔχει νὰ λάβῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA