γριπάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριπάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γριπάρης ὁ, Ἀστυπ. Λέρ. Νίσυρ. Πάρ. Προπ. (Μαρμαρ. Πέραμ.) Σκίαθ. Τῆλ. - Α. Παπαδιαμάντ., Χριστουγενν. διηγ., 51 Τὰ μετὰ θάνατον, 47. Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 2, 120 - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 309 Πρω. Δημητρ. Πληθ. γριπαραῖοι Προπ. (Μαρμαρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρῖπος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης, διὰ τὴν ὁπ. βλ. –άρις.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἁλιεύων διὰ γρίπου Ἀστυπ. Λέρ. Πάρ. Προπ. (Μαρμαρ. Πέραμ.) Σκίαθ. - Α. Παπαδιαμάντ., ἔνθ᾽ ἀν. Μ. Φιλήντ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Πρω. Δημητρ.: Βλέπ᾽ς οἱ γριπαραῖοι ἀρκέψαν καὶ ᾽πονο͜ιαστήκανε (ἄρχισαν νὰ ὑποψιάζωνται) Μαρμαρ. Ἤτονε ᾽ς τὸ ψάρεμα ἕνας καπετάνιˬος γριπάρης Λέρ. Πότε βοηθῶν τοὺς γριπάρηδες εἰς τὴν ἀνέλκυσιν τοῦ μακροῦ ἀτελειώτου γρίπου ἐπὶ τῆς μεγάλης ἄμμου Α. Παπαδιαμάντ., Χριστούγενν. διηγ., 51. Συνών. ψαρᾶς. 2) Ὁ ἰδιοκτήτης γρίπου Νίσυρ. Τῆλ. - Λεξ. Πρω. 3) Ὁ κατασκευάζων γρίπους Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γριπάρης καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Μύκ. Πάρ. Σέριφ. Σίφν. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Χρισ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA