γριπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γριπίζω Ζάκ. Πελοπν. (Μεσσην.) - Λ. Παλάσκ., Ὀνοματολόγ., 28 -Λεξ. Κορ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γριπίζω. Πβ. Ἡσύχ. «γριπίζει· ἁλιεύει».

Σημασιολογία

1) Ἁλιεύω διὰ γρίπου Πελοπν. (Μεσσην.) - Λεξ. Κορ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ψαρεύω. β) Ἁλιεύω δι᾽ ἀπόχης γαρίδας εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τῶν παραλιῶν Ζάκ. γ) Ἀνιχνεύω, ἀγρεύω διὰ γρίπου ἀντικείμενον ἐντὸς τῆς θαλάσσης Λεξ. Δημητρ. 2) Περιτυλίσσω, περιδένω διὰ σχοινίου τὴν ἀνελκυσθεῖσαν ἄγκυραν διὰ νὰ συγκρατῆται αὕτη στερεῶς Λ. Παλάσκ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/