γρίππη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρίππη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρίππη ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) γρίπ-η Κύπρ. Κῶς (Πυλ.) γίππη Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) γρίππ᾽ κοιν. βορ. ἰδιωμ. gρίππα Κορσ. γρίππος ὁ, Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλ. grippe.

Σημασιολογία

Ἐπιδημικὴ λοιμώδης νόσος τοῦ ἀναπνευστικοῦ συστήματος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.): Ἔχω γρίππη-μ᾽ ἔπιˬασε γρίππη πέθανε ἀπὸ γρίππη-Ἀσιατικὴ γρίππη - Ἱσπανικὴ γρίππη κοιν. Πέρασαν γρίππις, πέρασαν οὕλες οἱ ἀστένε͜ιες, ἰγὼ ἔμ᾽να ἀδάγκουτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κακιˬὰ γρίππ᾽ νὰ σὶ κουκκαλί᾽! (ἀρὰ) Μακεδ. (Κοζ.) Δὲν ἐλάβαμε gρίππα Σπανιˬόλα (δὲν προσεβλήθημεν ἀπὸ Ἱσπανικὴν γρίππην) Κορσ. ᾽ ἐκιˬάτσ᾽ε ἁ γίππη τσ᾽ ὄ μποροῦ Πραστ. Τόε μὲ τὰ γίππη ἐπενάκαϊ πρεσσοὶ (τότε μὲ τὴν ἐπιδημίαν τῆς γρίππης ἀπέθανον πολλοὶ) Μέλαν. Ἀπὸ τὸ bελερίνι σου θὰ κόψω ἕνα σιρίτι, γιὰ νὰ τὸ βάλω φυλαχτό νὰ μὴ μὲ πιˬάν᾽ ἡ γρίππη Πελοπν. (Καρδαμ.) Συνών. φλουέντζα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/