γριππιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριππιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γριππιˬάζω σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρίππη καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Προσβάλλομαι ὑπὸ γρίππης σύνηθ.: Ἐβγῆκα ἔξω τὸ βράδυ κ᾽ ἐγρίππιˬασα Ἀθῆν. Εἶμαι γριππιˬασμένος δέκα μέρες αὐτόθ. Ἡ γρίππ᾽ λουλ᾽δίζ᾽ μέσα ᾽ς τοὺ χουριˬό. Δὲν ἔ᾽ σπίτ᾽ χουρὶς γριππιˬασμένουνι μέσα Σάμ. Συνών. γριππώνω 1. 2) Μετβ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ προσβληθῇ τις ἐκ γρίππης Ἀθῆν. Πειρ.: Κλεῖσε τὴν πόρτα, γιατὶ θὰ μὲ γριππιˬάσῃς Ἀθῆν. Συνών.: γριππώνω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/