βλασερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλασερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βλασερὸς ἐπίθ. βρασερὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κωνπλ. -Λεξ. Βλαστ. 278 βλασερὸς πολλαχ. βλασαρὸς Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Σίφν. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀβλασερὸς Θήρ. βλοσερὸς Σίκιν. βασερὲ Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βλάσι < βράσι καὶ τῆς καταλ. –ερὸς διὰ τῆς τροπῆς τοῦ πρώτου ἐκ τῶν δύο ρ εἰς λ κατ᾽ ἀνομοίωσιν. ᾿Ιδ. ΝΔεκαβάλλ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 90 καὶ 211.
Σημασιολογία
1) Ὁ βράζων εὐκόλως, ἐπὶ ὀσπρίων Εὕβ. (Αὐλωνάρ.) -Λεξ. Δημητρ.: Κουκκιˬὰ βρασερὰ Αὐλωνάρ. Συνών βραστερός, εὐκολόβραστος, καλόβραστος, καλόψανος. 2) Ὁ ἄρτι ψηθείς, ὁ θερμὸς ἔτι Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ. Κουρ.) Κέρκ. Κιμωλ Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Κύθν. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Κεραμωτ. Σαγκρ Φιλότ.) Πάρ. Σέριφ. Σίφν. -Λεξ. Βλαστ. 278: Βλασερὴ κουλούρα Κύθν. Σίφν. Ψωμὶ βλασερὸ Ἄνδρ. Γαλανᾶδ. Κάρυστ. Κουρ. Σίφν. Συνών. βραστερός, ζεστός. β) Πρόσφατος, ἁπαλός, ἐπὶ. ἄρτου, τυροῦ κττ. Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Ἤπ. Θήρ. Κύθηρ. Λευκ. Μῆλ. Πάρ. Πελοπν. (Βυτίν. Τρίπ.) Σίκιν. Συνών. φρέσκος, ἀντίθ. μπαγιˬάτικος, ξερός. γ) Μεταφ. προσηνής, εὐπροσήγορος Κωνπλ. ᾿Αντίθ. κρύος, ψυχρός. 3) Ὑδαρής, οὐχὶ σφικτός, ἰδίως ἐπὶ τυροῦ, μυζήθρας κττ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): Μυζήθρα βλασερὴ Κάμπος Λακων. Βλασερὸ τυρὶ Κάρυστ. Μπλάστρι βλασερὸ Κεφαλλ. Συνών. νερουλός, ἀντίθ. σκληρός, σφιχτός. 4) Σαρκώδης, ἐπὶ καρπῶν Κρήτ.: ᾿Ελα͜ιὲς βλασερές. 5) Ὁ πλήρης ζωῆς καὶ ὑγιείας Κύθν.: Βλασερὴ βλασερὴ ἐσηκώθη ἡ λεχὼ ἀπὸ τὸ κρεββάτι Κύθν. Συνών. φρέσκος. β) Ζωογόνος Κρήτ. (Σητ.): Βλασερὸς χυλός. 6) Δροσερὸς Τσακων.: Ἁ χέρα ντι ἔνι βασερὰ (τὸ χέρι σου εἶναι δροσερό). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. 'Αθῆν. Νάξ. (Κεραμωτ. Φιλότ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA