γροθάκισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροθάκισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γροθάκισμα τό, ἀμάρτ. γροθάτσισμα Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γροθακίζω.

Σημασιολογία

Τὸ διὰ τῶν γρόνθων ζύμωμα τῆς ζύμης: Σὰν ἢτανε πονετ᾽τσὴ μάννα, θὰ ᾽ρχότανε νὰ μὲ βοθᾷ τσαὶ τ᾽ς ἄλλοι μέρες ᾽ς ὅ,τι μπορεῖ τσ᾽ ὄχι μονάχα κάθε Σάββατο γιˬὰ ἕνα γροθάτσισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/