γροθαροελιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροθαροελιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γροθαροελιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. gροθαροελιˬὰ Πελοπν. (Πάν.) γροθολιˬὰ Πελοπν. (Γαργαλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γροθάρι καὶ ἐλιˬὰ. Ὁ τύπ. γροθολιˬὰ δι᾽ ἀνομοίωσιν.

Σημασιολογία

1) Γροθάρι 8, τὸ ὁπ. βλ., Πελοπν. (Πάν.): Ἔχομε ἕτοιμο τὸ λαγούμι καὶ φυτεύομε τὴ gροθαροελιˬά. 2) Νεαρὸν δένδρον ἐλαίας προερχόμενον ἀπὸ γροθάρι 10, τὸ ὁπ. βλ., Πελοπν. (Γαργαλ.): Ἔχω καμνιˬά δεκαριˬὰ γροθολιˬές, τί λάδι καρτερᾷς νὰ βγάλω! Συνών. φυτάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/