ἀταβάνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀταβάνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀταβάνωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. ἀταβάνουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ταβανωτὸς < ταβανώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων ταβάνι, ἤτοι ὀροφὴν ἔνθ’ ἀν.: Σπίτι ἀταβάνωτο. Κάμαρες ἀταβάνωτες. Δωμάτια ἀταβάνωτα κοιν. Ἀταβάνωτη στέγωσι ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 52 Ἀταβάνωτη σκεπὴ ΔΒουτυρ. Τριανταδύο διηγ. 84. Συνών. ἀταβάνιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA