βλασταρολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλασταρολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλασταρολογῶ Ἤπ. (Πρέβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βλαστάρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λογῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Κόπτω τοὺς περιττοὺς μικροὺς βλαστοὺς τῆς ἀμπέλου κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἀναπτύξεως τοῦ φυλλώματος. Συνών. βλαστοκοπῶ, βλαστοκόφτω, βλαστολογῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/