βλασταρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλασταρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλασταρώνω ΙΖερβοῦ Τραγούδια 33, 16 βλασταρών-νω Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) βλασταρώνου Θρᾴκ. (Αἶν) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλαστάρι.
Σημασιολογία
1) Βλασταριˬάζω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Μουνάχου διdρὶ ’ς τοὺ βουνὸ ὥς πότι βλασταρώνει; μουνάχου σ᾿ ἔ᾽ ἡ μάννα σου, ὥς πότι σὶ καμαρώνει; Θρᾴκ. (Αἶν.) 2) ᾿Εκφύω βλαστοὺς, παραφυάδας, ἐπὶ σπερμάτων, ὡς σίτου, κριθῆς κττ. Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ.: Τὸ σιτάριν τοῦτο βλασταρών-νει πολ-λὰ Γερμασ. 3) Μεταφ. ἀναζωογονοῦμαι, ἀναθάλλω ΙΖερβὸς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Καὶ μπρός μας σὲ μιˬὰν ἄνοιξι καινούργιˬα βλασταρώνουν, ὅσες ἀνθίσανε ὀμορφιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA