βλασταρωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλασταρωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βλασταρωτὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. βλασταρουτὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βλασταρώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ὅμοιος πρὸς βλαστὸν εὐθὺν καὶ ὑψηλὸν, ἐπὶ δένδρου: Εἶνι βλασταρουτὲς οἵ σ᾿κεˬές, δὲ φτάνουντι τὰ σῦκα. Τοὺ κλαρὶ κουλλε͜ιέτι ἅμα ἔ᾽ κουμπιˬαστὰ κλουνάριˬα βλασταρουτό δὲν κουλλε͜ιέτι (εἶναι ἀναβατόν, ἀναρριχήσιμον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA