βλαστημιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστημιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλαστημιˬάρις ἐπίθ. σύνηθ. βλαστημρτς Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Θηλ. βλαστημρία Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) βλαστημροῦ Πόντ. (Κοτύωρ.) βλαστημραινα Πόντ. (Τραπ.) βλαστημρίνη Πόντ. (Τραπ.) Οὐδ. βλαστημιˬάρικο σύνηθ. βλαστημρ’κον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλαστήμιˬα καὶ τῆς καταλ. -ιˬάρις.

Σημασιολογία

Ὑβριστὴς τῶν θειών, βλάσφημος ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀφοριστέας, βλαστημάρις, βλαστημέας, βλάστημος 1, ἀντίθ. ἀβλάστημος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/