ἀτάραχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτάραχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτάραχτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀτάραχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀτάραγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Σουδεν.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. - ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 26 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,73 ΣΣκίπη Τρόπ. 76. - Λεξ. Περίδ. Βλαστ. Δημητρ. ἀτάραγους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀτάραος Πελοπν. (Λακων.) ἀτάραους Θεσσ. (Ζαγορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ταραχτὸς < ταράζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διαταραχθείς, ὁ μὴ ἀνακατευθείς, ἐπὶ ὑγρῶν καὶ ὑδαρῶν πραγμάτων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀτάραγο ἀβγολέμονο - κρασὶ - λᾴδι κττ. Ἀτάραχτα νερὰ σύνηθ. Ἀτάραχτο γάλα Κρήτ. Φαγεῖν ἀτάραγον Οἰν. Νερὸν ἀτάραγον Τραπ. Ἀτάραχτο ἔχω τ᾿ ἀβγὸ τῆς σούππας Χίος. Συνών. ἄδαρτος 2, ἀκοτσικάλιστος 1. β) Ὁ μὴ ἀναμεμειγμένος μετ᾽ ἄλλων Πόντ. (Χαλδ.): Ἐτάραξαν τὰ βουτούρ’τα κ᾽ ἐφέκαν ὀλίγον ἀτάραγον. ᾨβὰ ἀτάραγα. γ) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ σαλεύσῃ, νὰ ἀνακινηθῇ, ἐπὶ βαρέως ἀσθενοῦντος Θεσσ. (Ζαγορ.): Κείτιτ’ ἀτάραους. δ) Μεταφ. πλήρης ἀγαθῶν Ἤπ.: ᾎσμ. Κιˬ ἄφηκα κόρη ἀνύπαντρη, παιδὶ ’ς τὴ σαρμανίτσα κιˬ ἄφηκα σπίτι ἀτάραγο μὲ δοῦλες μὲ δουλεῦτρες. 2) Ἥσυχος, ἤρεμος, γαλήνιος πολλαχ.: Καθότανε ’ς τὸ σπίτι του ἀτάραχτος Λακων. Νὰ μείνῃς ἀτάραγος, ὅταν τ᾽ ἀκούσῃς Κεφαλλ. Θάλασσα ἀτάραγη κιˬ ἀκυμάτιστη ΑἘφταλ. ἔνθ᾿ ἀν. Τῆς λίμνης τ᾿ ἀτάραγα νερὰ ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν. || Φρ. Κοιμήθηκε τὸν ἀτάραχτο (ἐνν. ὕπνο, ἀπέθανε) Λεξ. Δημητρ. Ἐκοιμήθη τὸν ἀτάραχτον (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. || Ποίημ. Σὰ λιθοσώρι ὁ χρυσαετὸς ἀτάραγος κιˬ ὁλόρθος ἀνάκραζε τὸ ταίρι του μέσ᾿ τοῦ γκρεμοῦ τὸ φρύδι ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀτάραχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA