βλάστησι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλάστησι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλάστησι ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βλάστησις.
Σημασιολογία
1) Ἔκφυσις βλαστῶν, βλαστοφυΐα λόγ. σύνηθ.: Τά ’βρε τὸ χιˬόνι ἀπάνω ’ς τὴ βλάστησι Λεξ. Δημητρ. 2) Βλάστησις φυτῶν ΣΜαρτζώκ. Νέα ποιήμ. 40: Ποίημ. Νὰ ὀργώσ’τε κινηθῆτε τὴ γῆ τὴ διψασμένη, νέα βλάστησι προσμένει ὁ ὁλόξερος ἀγρός. 3) Ἡ χλωρὶς τόπου τινὸς λογ σύνηθ.: Ἡ ἄγρια βλάστησι τοῦ βουνοῦ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA