βλαστίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλαστίζω Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ.) Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθηρ. -ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 40 -Λεξ. Περίδ. Δημητρ. βλαστῶ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλαστός.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκφύω βλαστούς, βλαστάνω Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ.) ’Ιων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθηρ. - Λεξ. Περίδ. Δημητρ.: Ἡ γῆς βλαστίζει Κύθηρ. ’Αρχίσαν καὶ βλαστίζουν τ᾽ ἀμπέλιˬα Καλύβ. Κάρυστ. Συνών. βλαστιˬάζω, βλαστώνω, ξεβλασταρώνω. 2) Φύομαι Κύπρ.- ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Ἄν᾿ ’ὲν βρέξῃ ὁ οὐρανός, χόρτον ’ὲν βλαστᾷ Κύπρ. Εἶχε καὶ καρπερὸ περιβόλι ἡ βάρδιˬα, ὅπου ἐβλάστιζαν ἄπειρες συκεˬὲς ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Ὅσο μισῶ τὰ κάρdαμα 'ς τὰ γένε͜ια μου βλαστοῦσιν (ὅτι δυσκόλως ἀπαλλάσσεταί τις ἐκείνου, ὅπερ ἀποστρέφεται, συνών. παροιμ. ὅσο μισῶ τὰ λάχανα ’ς τὰ γένε͜ια μου φυτρώνουν) Κύπρ. Συνών. φυτρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/