βλαστολογίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστολογίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαστολογίδι τό, Χίος -ΔΛουκοπ. Γεωργ. Ρούμελ. 316 -Λεξ. Βλαστ. 444 Δημητρ. βλαστουλουΐδ’ Στερελλ. (Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστολογῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδι, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ’Επετ. Πανεπ. 13 (1916/7) 168 κἑξ καὶ ΒΦάβην ἐν ᾿Αθηνᾷ 45 (1933) 359.

Σημασιολογία

Κατὰ πληθ., οἱ ἀποκοπτόμενοι βλαστοὶ τῆς ἀμπέλου πρὸς τόνωσιν αὐτῆς καὶ ἡλίασιν τῶν σταφυλῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/