γρομπαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρομπαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρομπαλιˬάζω ἀμάρτ. γροbαλιˬάζω Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) σgρουbαλιˬάζου Μακεδ. (Δεσκάτ. Ρητίν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρομπάλι.

Σημασιολογία

1) Σχηματίζω γρομπάλιˬα, θρόμβους, κόμβους, γρόμπους Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.): Ἐγροbάλιˬασε τὸ λαdουρίδι - τὸ πετουμέζι - τὸ μέλι - τὸ γλυκὸ (λαdουρίδι = χυλὸς παρασκευαζόμενος ἐξ ὕδατος, ἐλαίου καὶ ἀλεύρου) Κίσ. Πάdα τζη τὸ πετουμέζι τὸ γροbαλιˬάζει, ἐτσὰ κακονοικοκερά ᾽ναι! αὐτόθ. Ἐπαὲ ὁθὲ dὴ μέση γροbαλιˬάζει τὸ στρῶμα καί δὲ bορῶ νὰ θέσω ( = νὰ κατακλιθῶ) αὐτόθ. β) Σχηματίζω γρομπάλιˬα, ἐπὶ ἅλατος, σακχάρεως κ.τ.ὁ. ἔνθ᾽ ἀν.: Σgρουbάλιˬασι τοὺ ἅλας κὶ νότ᾽σι, μουρὴ μάννα! Τί νὰ τοὺ κάνου τώρα ᾽ιˬά; Μακεδ. (Ρητίν.) Συνών. βλ. εἰς λ. γρομπιˬάζω 1. γ) Μεταβιβαστικῶς, ἐνεργῶ οὕτως, ὥστε τὸ ἅλας, ἡ σάκχαρις, ὁ χυλὸς κ.τ.ὅ. νὰ σχηματίσουν γρομπάλιˬα Μακεδ. (Δεσκάτ.) 2) Ἀποκτῶ οἰδήματα, ὄγκους ἐπὶ τοῦ δέρματος Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) : Ἐγροbάλιˬασε τὸ κορμί dον τοῦ ἔρημου κ᾽ οἱ γιˬατροὶ δὲ βρίστουνε τὴν αἰτία Κίσ. Εἶναι πρησμένα καὶ γροbαλιˬασμένα τὰ πόδιˬα τζη αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/