γρομπανιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρομπανιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρομπανιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γρουμπανιˬὰ Ἤπ. (Ξηροβούν. Πάργ. Ραδοβύζ.) Κεφαλλ. Λευκ. Παξ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Περίστ. Τριχων.) γρουπανιˬὰ Ἤπ. (Πωγών.) gρουπανιˬὰ Ἤπ. (Δωδών.) γουρμπανιˬὰ Ἤπ. (Πάργ.) Στερελλ. (Περίστ.) κουρbανιˬὰ Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) γλουbανιˬὰ Ζάκ.

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γρομπάνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά

Σημασιολογία

1) Κτύπημα καταφερόμενον διὰ τῆς πυγμῆς, τοῦ γρόνθου ἔνθ᾽ ἀν.: Τὄρρ᾽ξα δυˬὸ γουρμπανιˬὲς Στερελλ. (Περίστ.) Τοῦ ᾽δωσα, τοῦ ᾽χωσα κἄτι γουρμπανιˬὲς Ἤπ. (Πάργ.) Τὸν πελεκήσανε ᾽ς τσὶ γρουμπανιˬὲς αὐτόθ. Ἔφαγι μιˬὰ γρουμπανιˬὰ κὶ τ᾽ κόπ᾽κι οὑ σφόντ᾽λους Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοὺν πλάκουσι ᾽ς τ᾽ς γρουμπανιˬὲς κὶ τ᾽ ἄργασι τοὺ κουρμὶ αὐτόθ. Τὄδουκα πέντ᾽ ἕξ᾽ gρουπανιˬὲς ᾽ς τοὺ κουρμί, ποὺ τ᾽ κόπ᾽κι ἡ ἀνάσα Ἤπ. (Δωδών.) Μὄδωκε μιˬὰ γρουπανιˬὰ μέσ᾽ ᾽ς τὰ δίπλατα, ποὺ μὲ πονεῖ ἀκόμα Ἤπ. (Πωγών.) Τ᾽ ἄργασαν τὴ μπλάτ᾽ τ᾽ πιδιˬοῦ μὶ τ᾽ς γρουμπανιˬὲς Στερελλ. (Τριχων.) Νιˬὰ γρουμπανιˬά, πάρ᾽ τουν κάτ᾽! αὐτόθ. Συνών. γροθιˬὰ 4, γροθοπατινάδα, γρόθος 9, μπουνιˬά, φοῦσκος. 2) Ἡ μεθ᾽ ὁρμῆς καὶ δούπου πτῶσις σώματός τινος ἐπὶ τῆς γῆς Παξ.: Ἔφαα μιˬὰ γρουμπανιˬά, ποὺ ἐθάμαξα πῶς δὲν ἐσκοτώθηκα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/