βλαστομάνημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστομάνημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαστομάνημα τό, Σίφν. -ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 180 βλαστομάνισμα Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βλαστομανῶ. Ὁ τύπ. βλαστομάνισμα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. βλαστομανίζω ἢ κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα.

Σημασιολογία

᾿Οργασμὸς πρὸς βλάστησιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/