γρομπιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρομπιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρομπιˬάζω ἐνιαχ. γροbιˬάζω Θήρ. Κρ;hτ. (Κίσ. κ.ἀ.) γροβιˬάζω Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόμπος.

Σημασιολογία

1) Σχηματίζω γρόμπους, κόμβους, θρόμβους Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Μαζεύτηκε τὸ bαbάκι κ᾽ ἐγέμισε γρόbους τὸ στρωμάτσο, ἐγρόbιˬασε (στρωμάτσο = στρῶμα) Κίσ. Ἐγροbιˬασε τὸ bαbάκι τοῦ στρωμάτου, μόνο νὰ πᾶ᾽ νὰ τὸ στοιβαξωμε ᾽ς τὸ στοιβαχτὴ Κρήτ. Ἐγρόbιˬασέ μου ὁ χυλὸς αὐτόθ. Συνών. βολιˬάζω 3, γρομπαλιˬάζω 1, γρομπουλιˬάζω 1, κομπιˬάζω. 2) Ἀποκτῶ οἰδήματα, ὄγκους ἐπὶ τοῦ δέρματος Θήρ. Κέρκ. Κρήτ. Ἐχτύπησε τὴν gεφαλή του κ᾽ ἐγρόbιˬασε Κρήτ. Ἐγρόbιˬασε τὸ νεῦρο dου ᾽ς τὸ λαιμὸ καὶ δὲ gατέχει ἀπὸ ποῦ ᾽ναι αὐτόθ. Βάλε ἀπάνω τὴ gρέμα καὶ τύλιξε τὰ νεῦρα σου, ἄνε γροbιˬάσανε ἀπὸ τὴ bολλὴ δουλε͜ιὰ γἢ ἀπὸ ἄλλη αἰτία (κρέμα= ἀλοιφὴ) αὐτόθ. Ἐγρόbιˬασε τὸ φαΐ ᾽ς τὸ gάρδα μου (= ἐσταμάτησε σὰν γρόμπος εἰς τὸν οἰσοφάγον μου) αὐτόθ. Γρόbιˬασε ὁ λαιμός μου Θήρ. Τὸ ζῶ ἐγρόβιˬασε - εἶναι γροβιˬασμένο (ἡ γίδα ἔχει ἐπὶ τῶν νώτων της σκληρὰ οἰδήματα) Κέρκ. Συνών. γρομπαλιˬάζω 2, γρομπουλιˬάζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/