βλαστομανῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαστομανῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλαστομανῶ Σίφν. –ΑΠροβελ. Ποιήμ. 16 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. βλαστομανάω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλαστὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –μανῶ, δι᾿ ἣν πβ. ἀγκουσομανῶ, ἀγριομανῶ, ἀφρομανῶ, δρασομανῶ κττ. καὶ τὰ ἀρχ. ὑλομανῶ, φυλλομανῶ κττ.
Σημασιολογία
Ἔχω ὀργῶσαν βλάστησιν, ἐκφύω ἀφθόνους βλαστοὺς ἔνθ’ ἄν.: Βλαστομανάει ὁ κάμπος-ὁ κῆπος-ἡ ρεματιˬὰ Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. ᾽Απὸ τοῦ κήπου μέσα τὴν ἀγκάλη ποῦ ἁπλώνεται, βλαστομανάει, φουντώνει καὶ τὰ κλαδιˬά του ὥς ’ς τὴ στέγη ὑψώνει, ἕνα σπιτάκι ἐξοχικὸ προβάλλει. ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βλαστολογῶ 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA