γρόμπιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρόμπιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρόμπιˬασμα τό, ἐνιαχ. γρόbιˬασμα Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γρομπιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ σχηματισμὸς γρόμπων ἢ κόμβων ἢ θρόμβων κ.τ.ὅ., ἔνθ᾽ ἀν.: Κάθε χρόνο σιˬάζω πετουμέζι, τὸ γρόbιˬασμα τοῦ φετεινοῦ δὲ dὸ θυμοῦμαι ποτές μου! Θὰ πῇς ἔφταιγε ὁ μοῦστος; (σιˬάζω = παρασκευάζω, πετουμέζι = πετιμέζι) Κρήτ. (Κίσ.) Συνών. γρομπούλιˬασμα. 2) Ὁ σχηματισμὸς οἰδημάτων, ὄγκων ἐπὶ τοῦ δέρματος ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶδες τὸ γρόbιˬασμα τοῦ κορμιοῦ dου; Κρητ. (Κίσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/