ἀτεκνόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτεκνόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτεκνόχορτο τό, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτεκνος καὶ τοῦ οὐσ χόρτο.

Σημασιολογία

Τὰ ποώδη φυτὰ 1) Δίαρον τὸ λεπτόφυλλον (biarum tenuifolium) τοῦ γένους τοῦ βιάρου (biarum) τῆς τὰξεως τῶν ἀρωδῶν (araceae). Συνών. ἄτεκνος 3 α. 2) Δίαρον τὸ Σπρυνέρειον (biarum Spruneri). 3) Δίαρον τὸ Φραάσειον (Fraasianum), παλαιὰ ἐξαμβλωτικὰ φάρμακα. ᾿Ιδ. Μστεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 446.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/