βλάστωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλάστωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλάστωμα τό, Passow Carm. popular. 221. βλάστωμαν Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστώνω.

Σημασιολογία

Βλαστὸς Α1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ξερόχλωρ' ἦταν τὸ ραβδί, χλωροὺς βλαστοὺς πετάει κιˬ ἀπάνω ᾿ς τὰ βλαστώματα περδίκιˬα κελαδοῦσαν Passow ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/