γρομπούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρομπούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρομπούλα ἡ, ἐνιαχ. γροbούλα Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) σγρουμbούλα Πελοπν. (Γαργαλ.) χουρbούλα Εὔβ.(Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρομπούλι ὡς μεγεθυντ.
Σημασιολογία
Μεγάλος θρόμβος, βῶλος, ὄγκος χειροπληθής, σφαιρικὴ ποσότης συγκρατουμένη διὰ τῆς μιᾶς παλάμης ἔνθ᾽ ἀν. : Ἄφηκε ἀνακάτωτο τὸν τραχανᾶ καὶ τώρα πῶς θὰ τὸνε φᾶμε μὲ ᾽φτοῦνες ᾽φτοῦ τὶς σγρουμbοῦλες ! Πελοπν. (Γαργαλ.) Νὰ πᾶς κοdά ᾽ς τ᾽ ἀλέτρι νὰ σπάῃς τ᾽ς χουρbοῦλες μὲ τὸ τσαπὶ Εὔβ. (Στρόπον.) Μοῦ πέταξε νιˬὰ χουρbούλα χιˬό᾽ αὐτόθ. Θέλου ψουμί, ψαρούδα κὶ βούτυρον χουρbούλα ( = μιὰ χεριὰ βούτυρο) αὐτόθ. Δὲν ἐζύμωσε καλὰ τὴ ζύμη κ᾽ ἐδὰ ἀπαdήχνει γροbοῦλες - γροbοῦλες τ᾽ ἀλεύρι, ἀνήψητο (ἐδὰ = τώρα, ἀπαdήχνει = συναντᾶται, ἀνήψητο = ἄψητο) Κρἡτ. (Κίσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA