βλαστώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαστώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλαστώνω Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανιστ.) Πόντ (Κερασ.) βλαστρώνω Νάξ. (Ἄνω Ποταμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. βλαστῶ.
Σημασιολογία
᾿Απολύω βλαστοὺς, βλαστάνω ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εβλαστρώσανε ἐφέτος καὶ δὲν ἐπιˬάσανε, δὲν ἐβγάλανε ἀθὸ οἱ ἐλα͜ιὲς Ἄνω Ποταμ. Συνών. βλαστιˬάζω,͵ βλαστίζω 1, ξεβλασταρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA