γρομπούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρομπούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρομπούλι τό, Ἤπ. (Μέγα Περιστ. Ξηροβούν.) Τσακων. - Λεξ. Αἰν. γροbούλι Κρήτ. (Ζερβιαν. Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) γρουμπούλι Ζάκ (Μαχαιρᾶδ.) Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δερβίτσ. Ζαγόρ. Κόκκιν. Λάκκα Σούλ. Ξηροβοὐν.) γρουbούλι Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κεφαλλ. Πελοπν (Αἰγιάλ. Βλαχοκερ. Βερεστ. Δάρα Ἀρκαδ. Κοντογόν. Κορινθ. Λακεδ. Φιγάλ.) - Λεξ. Βλαστ. γρουμπού᾽ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἄγναντ. Ἀρτοπ. Ζαγόρ. Κουκούλ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ.) Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Καλοσκοπ. Ναύπακτ. Παρνασσ. Περίστ. Τριχων. Φθιῶτ. Φωκ.) γρουbοὺ᾽ Ἤπ. (Ἰωάνν. Πάργ.) χρουμπούλι Πελοπν. (Βλαχοκερ. Τεγ.) γουρμπούλι Πελοπν. (Ἦλ. Τριφυλ.) κ.ἀ. γουρμπού᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. χουρμπούλι Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον.) Πελοπν. (Σουδεν.) σγρομπούλι Ἀθῆν. κ.ἀ. σγρουμπούλι Ἀθῆν. Πελοπν. (Βλαχοκερ. Βερεστ. Γαργαλ. Κοπανάκ. Μανιάκ.) σγρουμπούλ᾽ Σάμ. σγουμποὺ᾽ Θεσσ. (Πήλ.) γρομπόλι Πελοπν. (Κερπιν.) γρουμπό᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) σγρομπόλι Πελοπν. (Γλανιτσ.) στρουμπούλι Πελοπν. (Βερεστ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ γρόμπος
Σημασιολογία
1) Κόμβος, θρόμβος, βῶλος, ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ χυλός - ὁ μοῦστος - ἡ ζάχαρη - τὸ ἁλάτι ἔχει γρουμπούλιˬα πολλαχ. Τὸ φαΐ κάνει γρουbούλιˬα, βάρ᾽ του νερό! Κεφαλλ. Τί γρουμπούλιˬα εἶν᾽ αὐτὰ μέσ᾽ ᾽ς τὸν καφέ! Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Δὲν τὸν ἀνακάτωσε τὸν τραχανᾶ κ᾽ ἔγινε οὕλο χρουμπούλιˬα Πελοπν. (Βλαχοκερ.) Ἡ κουρκούτ᾽ ἔ᾽ γρουμπούλιˬα Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Ἀνακάτευε καλὰ τὴ μουσταλευριˬὰ, γιὰ νὰ μὴν κάνῃ γρουμπούλιˬα Πελοπν. (Λακεδ) Ὅλο γρομπόλιˬα εἶν᾽ αὐτὸ τὸ βούτυρο Πελοπν. (Κερπιν.) Ὅταν ἡ στάχτη τῆς γωνιˬᾶς εἶναι τὸ πρωὶ κουλουντριˬασμένη σγρουμπούλιˬα - σγρουμπούλιˬα, τότε θὰ βρέξῃ Πελοπν. (Κοπανάκ.) Γί᾽κι γουρμπούλιˬα τοὺ γλυκὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μὴ ρίχ᾽ς τ᾽ ἀλεύρ᾽ ᾽ς τοὺ ζιστὸ νιρό, μαζεύιτι γρουμπούλιˬα Μακεδ. (Καστορ.) Τὸ μαξιλάρι μου ἔχει σγρουμπούλιˬα καὶ δὲ μπορῶ νὰ κοιμηθῶ Ἀθῆν. Τὸ στρωματσάκι τοῦ κοπελιˬοῦ εἶναι͵ γεμᾶτο γροbούλιˬα (στρωματσάκι = στρωματάκι) Κρήτ. (Κίσ.) Κακὸ εἶναι τὸ στημόνι, ἔχει γροbούλιˬα καὶ θὰ φαίνωνται στὸ ᾽φαdὸ αὐτόθ. β) Τρίμμα, ἰδίως ἐπὶ τυροῦ ἢ ζύμης κ.τ.ὅ. Πελοπν. (Ἦλ. Τριφυλ.) κ.ἀ. Συνών. μυρμητζέλι. γ) Κατὰ πληθ., ἔδεσμα ἐκ διαφόρων βραστῶν ὀσπρίων προσφερόμενον τὴν ἡμέραν τῶν Είσοδίων τῆς Θεοτόκου Κεφαλλ. 2) Οἱονδηποτε τεμάχιον πράγματος σφαιρικοῦ ἣ σχεδὸν σφαιρικοῦ, ἰδίως ἐπὶ τυροῦ, κηροῦ κ.ἀ. Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δερβίτσ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Λάκκ. Σούλ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασσ. Περίστ.) - Λεξ. Βλαστ : Ἕνα γρουμπού᾽ ζάχαρ᾽ Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἕνα γρουbούλ᾽ χιό᾽ Ἤπ. (Ἱωάνν.) Ἕνα γρουμπού᾽ τυρὶ Εὔβ. (Ἄκρ.) Βγάλ᾽ μ᾽ ἀπ᾽ τοὺ τουμάρ᾽ ἕνα γρουμπού᾽ τυρὶ Ἤπ. (Πράμαντ.) Ἔφκε͜ιακα τρία γρουμπούλιˬα κιρὶ (= τρεῖς βώλους κηροῦ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) || ᾎσμ. Ἀγάπησα κ᾽ ἐγὼ ὀρφανὸ ἕνα γρουμπούλι χιˬόνι κιˬ ὅσο νὰ μπῶ κιˬ ὅσο νὰ βγῶ, ἀρχίνησε νὰ λε͜ιώνῃ. Ἤπ. β) Στρογγύλη πέτρα, κυρίως ὄχθης ποταμοῦ ἣ θαλάσσης Ἤπ. (Δερβίτσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Περίστ.): Ἔχου ᾽ς τοὺ σπίτι μ᾽ ἕνα γρουμπούλ᾽ γιˬὰ νὰ τρίβου τ᾽ ἀλάτ᾽ Περίστ. Θὰ τρίψου τ᾽ ἀλάτ᾽ μὶ τοὺ γρουμπού᾽ μ᾽ αὐτόθ. Τὸν ἐκυνηγοῦσε μ᾽ ἕνα γρουμπούλι Δερβίτσ. Μ ᾽ πέταξε τρία - τέσσερα γρουμπούλιˬα͵ ἀλλὰ δὲ μὲ πῆρε κάν᾽να Ἤπ. γ) Σφαιρίδιον ἐκ τέφρας ἐμποτισμένον μὲ πετρέλαιον χρησιμοποιούμενον εἰς μεγάλον ἀριθμὸν διὰ τὴν φωταγώγησιν τῶν πλατειῶν τῶν χωρίων κατὰ τὰς νυκτερινὰς διασκεδάσεις καὶ χοροὺς Ἤπ. (Ζαγόρ.) δ) Μεταφ., σωρὸς, κουβάρι Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Στερελλ. (Τριχων.): Ἔφυγεν ὁ Μάρτης, ποὺ εἶχε μάσει τὸν κόσμο σωρό, γρομπούλι μὲ τίς ἰδιοτροπίες του Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Τἄμαθι γρουμπού᾽ τὰ γράμματα (εἰρων., δηλ. ὅλα μαζί, ἑπομένως δὲν ἔμαθε τίποτε) Στερελλ. (Τριχων.) Ἅμα τὄδουσις λιπτὰ αὐτ᾽νοῦ, θὰ τὰ πάρ᾽ ς γρουμπού᾽ πάλι (εἰρων., μαζεμένα, δηλ. δὲν θὰ σοῦ ἐπιστρέψῃ τίποτε) αὐτόθ. ε) Μετων., ἄνθρωπος κοντὸς, καχεκτικός, κυφὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Στερελλ. (Περίστ.) : Ἕνα χουρμπούλι ᾽πόμεινι ἡ κακόμοιρους Στρόπον. Τὰ βάσανα κ᾽ ἡ πεῖνα τοὺν καταντ᾽σαν γρουμπού᾽ Περίστ. 3) Ἐξόγκωμα, ὀγκίδιον, ἐξοίδημα, τύλος Ἀθῆν. Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον.) Θεσσ. (Πήλ.) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κοκκιν. Κουκούλ.) Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Βλαχοκερ. Γαργαλ. Δάρα Ἀρκαδ. Κορινθ. Μανιάκ. Φιγάλ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Καλοσκοπ. Παρνασσ. Περίστ. Τριχων. Φθιῶτ. Φωκ.): Χτύπ᾽σα ᾽ς τοὺ κιφά᾽ κὶ γί᾽gαν γρουμπούλιˬα Καστορ. Ἔκαμι γρουμπού᾽ ᾽ς τοῦ κιφάλ᾽ Φθιῶτ. Φωκ. Ἔβγαλε ἕνα γρουμπούλι πάνω ᾽ς τὸ κούτελο Μαχαιρᾶδ. Ἔχω ἕνα γρουμπούλι ᾽ς τὸ σβέρκο ἴσιˬαμε ἕνα καρύδι μικρὸ Βλαχοκερ. Ἔχω ἕνα γρουμπούλι πίσω ἀπὸ τ᾽ ἀφτὶ Δάρα Ἀρκαδ. Ἔβγαλα ᾽ς τοὺ λιμὸ μ᾽ ἕνα γουρμπού᾽ Αἰτωλ. Ἔβγαινι ἕνα χουρμπούλι ἀπ᾽ κάτου ἀπ᾽ τ᾽ν ἀμασκάλη κὶ δὲ μπουρεῖ νὰ (dοὺ σείσῃ τοὺ χέρ᾽ τ᾽ Στρόπον. Ἔχου ἕνα γρουμπού᾽ ᾽ς τὴ bλάτη μ᾽ Τριχων. Βγανουνε τὰ πρόβατα ἀβγουλῆθρες ᾽ς τὰ μαστάριˬα, κάτι σγρουμπούλιˬα ὅπως ἔναι τ᾽ ἀβγά, τὰ πονεῖ καὶ ψοφᾶνε Μανιάκ. Ἔχου ἕνα σγουμπού᾽ ᾽ς τὴ g᾽λιˬὰ μ᾽ κὶ μὶ τρώει πουλὺ Πήλ. Ἔβγαλε κἄτι γρουμπούλιˬα ᾽ς τὸ κορμί του Δάρα Ἀρκαδ. Πέταξ᾽ ἕνα χουρμπούλι τὸ κορμί του ἴδια μὲ τὸ γρόθο μου Μετόχ. Ἡ Λέ᾽ ἔβγαλι ᾽ς τοὺ χέρι τ᾽ς ἕνα γρουμπού᾽ μικρὸ σὰ λιφτόκαρου Κουκούλ. Δὲ gάνει, πιδὶ μ᾽, νὰ κοιτᾷς τ᾽ ἀστέριˬα, γιˬατὶ βγά᾽ς ᾽ς τὰ χέριˬα σ᾽ κάτ᾽ γρουμπούλιˬα, τὶς ἀστερίες (= ἀκροχορδόνας) Ἀρτοπ. Στερελλ. Ἔβγαλα ἕνα γρουμπού᾽ ᾽ς τοῦ πουδάρι μ᾽ Φθιῶτ. Φωκ. Συνών. γρομπάλι 3, γρόμπος 3, ἐλιˬά, καρούμπαλο, πρησκάρι. β) Οἱ ἐξωγκωμένοι τραχηλικοὶ ἀδένες Ἀθῆν. Ἤπ. (Ἰωάνν.) κ.ἀ. Πιˬάνω ἀπ᾽ ἔξω τὸ λαιμό μου κι ἔχει κἄτι σγρουμπούλιˬα Ἀθῆν. 4) Γρόμπος 4, τὸ ὁπ. βλ., Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA