βλάττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλάττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλάττα ἡ, πολλαχ. βλάτ-τα Ἴκαρ. Κάρπ. Κάσ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. βλάτθα Κάλυμν. βλάθ-θα Εὔβ. (Κουρ.) βλάτσα Κάρπ. βλάστα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Λατιν. blatta=σίλφη, τίλφη, πορφύρα. Πβ. καὶ μεταγν. οὐσ. βλάττα. Περὶ τῆς λ. πβ. Κορ.Ἄτ. 4,54 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἔντομον σίλφη Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. βλαττούδα, βλαττούδι, βλαττοῦσα. 2) ’Εξανθηματικόν τι νόσημα Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. -Λεξ. Λάουνδ. 3) Ἡ νόσος εὐλογία Ρόδ. Συνών. βλογιˬά. β) Συνεκδ. ἡ οὐλὴ τοῦ προσβληθέντος ὑπὸ εὐλογίας Σύμ. 4) Βαρύ τι καὶ θανατηφόρον νόσημα πολλαχ.: Νὰ σὲ φάῃ ἡ βλάττα! ἢ κακὴ βλάττα! (ἀρὰ) πολλαχ. β) Μετωνυμ. καὶ χλευαστικῶς ἐπὶ γυναικὸς Ρόδ.: Μωρὴ βλάτ-τα! 5) ᾿Ασθένεια τῶν φυτῶν ἐκδηλουμένη ἐν εἴδει ψώρας ἐπὶ τῶν φύλλων Ρόδ.: Βλάτ-τες βλάτ-τες εἶν᾿ τὰ φύλ-λdα του. 6) Φυσαλλὶς Χίος (Καρδάμ. Μεστ. κ.ἀ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Εὐρυταν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/