γρομπουλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρομπουλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρομπουλιˬάζω ἐνιαχ. γροbουλιˬάζω Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) γρομπουλιˬάζουρ ἔνι Τσακων. γρουμπουλιˬάζω Ἤπ. Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ. Ἦλ. Κορινθ. Λακεδ.) Στερελλ. (Ναύπακτ.) σγρουμπουλιˬάζω Ἀθῆν. Πελοπν. (Βλαχοκερ. Γαργαλ.) γρουμπ᾽λιˬάζου Ἤπ. (Πλατανοῦσ. Πρέβ.) Σάμ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) γουρμπουλιˬάζω Πελοπν. (Δάρα Αρκαδ Κορινθ.) Στερελλ. γουρμπ᾽λιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρομπούλι
Σημασιολογία
1) Σχηματίζω γρομπούλιˬα, θρομβοῦμαι, βωλιάζω ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ χυλὸς γουρμπούλιˬασε, δάρ᾽ τονε λιγούλι μὲ τὸ πιρούνι Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἀνακάτιψι τοὺν dραχανᾶ, θὰ γρουμπ᾽λιˬάσ᾽! Στερελλ. (Φθιῶτ.) Δὲν τὸ ἀνακάτεψα καλὰ τὸ φαΐ καὶ γρουμπούλιˬασε Πελοπν. (Λακεδ.) Σγρουμπούλιˬασε ἡ φάβα ἀνακάτω τηνέ ! Πελοπν. (Γαργαλ.) Τ᾽ ἄφηκε τὸ γάλα καὶ σγρουμπούλιˬασε Πελοπν. (Βλαχοκερ.) Ἔρριξα κρύο νερὸ ᾽ς τὸ ἀλεύρι καὶ γρουμπούλιˬασε Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἅμα, καθὼς ἀλέθιτι ᾽ς τοὺ μύλου τ᾽ ἀλεύρ᾽, γουρμπ᾽λιˬά᾽, εἶνι καλὸ Στερελλ. (Αἰτωλ) Γρουμπούλιˬασι τοὺ κακάου Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Γροbούλιˬασες τὸ χυλὸ καὶ δὲ bίνεται (χυλὸς = ζωμὸς πηκτὸς ἀπὸ βρασμένον σιτάρι προοριζόμενον διὰ κόλλυβα) Κρήτ. (Κίσ.) Συνών. βωλιˬάζω, γρομπαλιˬάζω, γρομπιˬάζω, κουλουντριˬάζω. 2) Γίνομαι γρομπούλι 2 δ, τὸ ὁπ. βλ., Ἤπ. Συνών. κομπιˬάζω. 3) Γεμίζει τὸ σῶμα γρομπούλιˬα ἐξοιδήματα, ὀγκίδια Κρήτ (Κίσ. κ.ἀ.) Σάμ. Γροbούλιˬασε τὸ κρέας τση ἀπού τὰ πάχιˬα Κίσ. 4) Μεταβ., σχηματίζω διὰ τῶν χειρῶν σφαιρίδια ἀπὸ εὐμάλακτον ὕλην, π.χ. κηρὸν κ.τ.ὅ. Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA