βλαττὶν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαττὶν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαττὶν τό, Χίος βλαττὶ Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Καππ. (Σινασσ.) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σαμοθρ. Σκῦρ Χίος βλατ-τὶ Ρόδ. Χίος βλαντὶ Θρᾴκ. (Γέν.) Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ. Κορινθ. Καλάβρυτ. Μάν. Τρίκκ.) Στερελλ. (Μεσολογγ. κ.ἀ.) βλάντι Κάρπ. βλεντὶ Πελοπν. (Λακων.) γλαντὶ Σύμ. βλακὶ Λέσβ. (᾽Ερεσ.) βγαντὶ Στερελλ. (Μεσολόγγ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βλαττίν, ὃ ἐκ τοῦ ἐπίσης μεσν. βλαττίον. Πβ. Πρόδρομ. 3,88 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καὶ σαραντάπηχον βλαττὶν καὶ δυὸ κυθροκαντήλας». Καὶ ὁ τύπ. βλαντὶν μεσν. Πβ. ᾿Ιμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 510 (ἔκδ. SLambros σ. 268) «ἦτον μὲ κόκκινον βλαντίν, ραμμένον μὲ γατάνιν». Ἡ τροπὴ τοῦ βλ εἰς γλ ἐν τῷ τύπ. γλαντὶ καθὼς καὶ εἰς τὸ γλέπω παρὰ τὸ βλέπω κττ.

Σημασιολογία

1) Τὸ στίγμα τοῦ ἄνθους τοῦ κρόκου Σύμ. 2) Τὰ ᾠὰ τοῦ ἐχίνου (διὰ τὸ χρῶμα αὐτῶν) Σύμ. 3) Δερματικὴ πάθησις τῶν νηπίων καὶ ἐφήβων καθ’ ἣν εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀσθενοῦς ἀναφαίνονται μικρὰ ἐρυθρὰ ἐξανθήματα Σκῦρ. Χίος. 4) Ἡ νόσος ἱλαρὰ Χίος. 5) Ἡ νόσος ἐρυσίπελας ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τῶν ἐπιθέτων γλυκὺ ἢ κόκκινο Θήρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Συνών. ἰδ ἐν λ. ἀνεμοπύρι 1, ἔτι δὲ βλαττός. 6) Ἐρυθρὰ κηλὶς τοῦ δέρματος τοῦ προσώπου Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.): Θὰ ἦταν ὄμορφη πολύ, ἀλλὰ τὴ χαλάει τὸ βλαντὶ Κορινθ. Μὲ τὸ βλαντὶ ποῦ ἔχει ποι͜ὸς τὴν παίρνει! αὐτόθ. 7) Κατ’ ἐπέκτ. διακριτικὸν σημεῖον τοῦ προσώπου, ἰδίᾳ ἐπὶ ζῴων Πελοπν. (Καλάβρυτ): Γνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλαντί. Συνών σημάδι. 8) Ἡ ἐλαία τοῦ προσώπου Πελοπν. (Αἴγ.) 9) Πορφυροῦν ὕφασμα ἤ ἔνδυμα Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Petri Rossini, Glossarium Annaeum ἐν ΑΚομν. (ἔκδ. Βόννης) 2,391-5 καὶ Caroli Ducangii In Alexiadem Notae αὐτόθ. σ. 488-9. 10) Πολυτελὲς ἐκ καθαρᾶς μετάξης ὕφασμα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Αἶν. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Καππ. (Σινασσ.) Κάρπ. Λέσβ Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 327 Δημητρ.: Παροιμ. φρ. Ἤ βλαντὶ βλαντὶ ἢ βραχάμι ἄς λείπῃ (βραχάμι=ὕφασμα κατωτέρας ἀπὸ τὸ βλαντὶ ποιότητος) Μάν. || Παροιμ. Τὸ βλεντὶ κιˬ ἂν ξεπέσῃ, πάλι βλεντὶ τὸ λένε (ὅτι ὁ εὐγενὴς καὶ πένης καταστὰς δὲν ἀποβάλλει τὴν ἀξίαν του) Λακων. Τὸ βλαττὶ πάντα βλαττὶ εἶναι (ἐπὶ τῶν καλῆς γενεᾶς καὶ ἀνατροφῆς τέκνων τῶν διατηροῦντων τὴν εὐγένειαν καὶ ἐν περιπτώσει δυστυχίας) Αἶν. ᾿Απὶ βλαττὶ παννὶ τσ᾽ ἀπὶ τοὺ σκαρλάτ’ ’ς τοὺ ροῦχου (ἐπὶ μεταβολῆς τοῦ βίου ἐπὶ τὰ χείρω. Πβ. ἀρχ. « ἀφ᾿ ἵππου ἐπ᾿ ὄνους» Λέσβ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Κεδρην. (ἔκδ. Βόννης) 1,688 «στολὰς σωληνωτὰς ἀπὸ βλαττίου ὀξέος καὶ χλαμύδας παραπλησίας τοῦ βασιλικοῦ». 11) Πολυτελὲς ἔνδυμα Θρᾴκ. (Γέν.) Στερελλ. (Μεσολόγγ. ): Τό ᾽βαλε πέτρα γιˬὰ προσκέφαλο καὶ τὸ νυφιˬάτικό της βλαντὶ γιˬὰ πάπλωμα Μεσολόγγ. || ᾎσμ. Ράφταινα ἤμ’να κ᾿ ἔρραφτα | ροῦχα γενιτσάρικα καὶ βλαντιˬὰ σπιτιˬάνικα Γέν. β) Μεταφ. πολύτιμον πρᾶγμα Πελοπν. (Βούρβουρ.): Ντὲ μωρή, δὲ σὄφαγα τὸ βλαντί! (ἤτοι δὲν σοῦ ἔκαμα καμμίαν σοβαρὰν ζημίαν). 12) Τέκνον, θωπευτικῶς Παξ. Ρόδ.: Τὸ βλατ-τὶν ὥρα νἀ ᾽ρτῃ ! (λέγει ἡ μήτηρ ἀδημονοῦσα διότι τὸ παιδίον της ἀργεῖ νὰ ἐπιστρέψῃ) Ρόδ. Μοῦ ᾽δωκε κ’ ἐμένα ὁ Θεὸς ἕνα βλαντὶ ! Παξ. β) Τὸ νεογνὸν τοῦ γλάρου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 13) ᾿Επιθετικ., πολύτιμος, τιμαλφὴς Σαμοθρ.: ᾎσμ. Ποῦ πάς, ἀγκόλφι μ᾿, νὰ κρυφτῇς, ποῦ πάς, σταυρέ μ᾿, νὰ γιˬώσης; κὶ δαχτυλίδι μου βλαττί, ποῦ πάς νὰ θιμιλιˬώσῃς; (ἐκ μοιρολ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/