γλεντῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλεντῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλεντῶ, ἐγλεντῶ ἐνιαχ. ἐγλενdῶ Κύπρ. ἐγλεντοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἰγλεντῶ Θρᾴκ. (Καραντζάκ.) ἰγλιντῶ Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) ἐγλεντίζω Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσανδ.) Κάρπ. Κάσ. Πελοπν. (Οἰν.) Προπ. (’Αρτάκ.) Σκόπ. - Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 103-Λεξ. Γαζ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. ἐγλεdίζου Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Καλλίπ. Μάδυτ.) γλεντῶ κοιν. καὶ Καππ. (Φλογ.) καὶ Λυκαον. (Σίλ.) γλεdῶ Ἤπ. (Δίβρ. Μαργαρ.) Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) γλεd-dῶ Βιθυν. (Πιστικοχ.) γλεντάω σύνηθ. γλεντάου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Καλάβρυτ. Λεντεκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γλιντάου Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ὑπάτ.) γιντῶ Θεσσ. (Μαυρέλ. Τρίκερ. Φωτειν.) Μακεδ (Ἄνω Κώμ. Γήλοφ. Γρεβεν. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καρπερ. Κατάκαλ. Κοζ. Τρικοκκ. Τριφύλλ.) γλιdῶ Μ. ᾽Ασία (Κυδων.) γλεντίζω ᾿Αθῆν. Αἴγιν. Ἤπ. (Δρόπολ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Περίστασ. Πλάγ. κ.ἀ.)’Ιων. (Ἔφεσ.)-Λεξ. Μπριγκ. γλιντίζω Θρᾴκ. (Σουφλ.) γλεdίζω Κρήτ. (Μονοφάτσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) γλενdίζ-ζω Κάρπ. Κάσ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Μεγίστ. Νίσυρ. γλεντίζω ’μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γλεντίτζω Σίφν. γλεντίντζω ᾽Αστυπ. Πάτμ. γλετίτζω Σύμ. γλιντίζου Δαρδαν. (Λάμψακ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Καλλίπολ. Μάδυτ.) γλεγκίζουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν.) γλεντίζουρ ἔμι Τσακων. (Καστάν.) λιντάου Μακεδ. (Πάγγ.) Παρατ. ἠγλεντούγα Κίμωλ. ἐγλέντανα Καππ. (Φλογ.) γ΄ πληθ. γλέdενε Ἤπ. (Δίβρ.) γ΄πληθ. Ἀορ. γλεντήκανε Εὔβ. (Κουρ.) Μετοχ. ἐνεστ. γλεντίζοντας Ἤπ. (Δρόπολ.) Παρακ. γλεντημένος Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Λεντεκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γλεντ’σμένος Στερελλ. (Παρνασσ.) γλιντ’σμένους Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Γρεβεν. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καρπερ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφύλλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. eǵlenmek.
Σημασιολογία
Α) ’Αμτβ., τέρπομαι, εὐφραίνομαι, διασκεδάζω κοιν. καὶ Καππ. (Φλογ.) Λυκαον. (Σίλ.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Μέλαν. Χαβουτσ.): Γλεντάει ’ς τὶς ταβέρνες κάθε βράδυ. Γλεντήσαμε χτὲς βράδυ. Γλεντήσαμε μὲ τὴν ψυχή μας κοιν. Πῆγα ’ς τοὺ πανηγύρ’ κὶ γλέντ’σα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’Ηγλενdήσανε μιˬὰ βδομάδα Πάτμ. Ἅμα γιˬουματίσ’τι, ’λᾶτι ’ς τοῦ σπίτι μ’ νὰ γλιντήσουμι Στερελλ. (’Αχυρ.) Θὰ πάρουμι κὶ τὰ βγιˬουλιˬὰ νὰ γλιντήσ’μι Ἤπ. (Πράμαντ.) ’Ανάβ’ν φουτιˬὰ κὶ πειράζουντι κὶ γλιντᾶν ὅ’ μαζὶ Ἤπ. (’Αρτοπ.) Ψὶ βράδ’ γλιdήσαμι γιˬὰ καλὰ Σάμ. Γλέdενε μὲ τὴ φλουέρα (γλέdενε = γλεντοῦσε) Ἤπ. (Δίβρ.) Καθήκανε ὕστερις οὕλοι τουνε, φάγανε τὸ ἀρνὶ τσαὶ γλεντήκανε Εὔβ. (Κουρ.) Ποῦ γλενταγέτι χτὲς τοὺ βράδ’ κ᾿ εἶστι ὅ᾿ μιθυσμέ’ τύφλα; Μακεδ. (Δεσκάτ.) Θὰ γιντήσου σήμιρα Στερελλ. (Ὑπάτ.) Φάγαμαν, ἔπιˬαμαν γλεdήσαμαν Ἤπ. (Μαργαρ.) Ἦγκι γλεγκίζουντε ὅα νιˬούα (γλεντοῦσαν ὅλη νύχτα) Μέλαν. Πάαιναμ’ ἀπάνω-κάτ’ μὶ τὰ ὄργανα τσαὶ γλέντιζαμ Βάτικ. Εἶνι ὅλου τοῦ γυφτουμά’ ’ς τοῦ μαγαζὶ κὶ γλιντοῦν Ἤπ. (Κουκούλ.) Τ᾿ν Τρίτ’ μέρα τοῦ Ξ ’τοῦ πάηναν σ’ ἕνα μπακαλε͜ιὸ κ᾽ ὕστιρα γλιντοῦσαν (τοῦ Ξ’στοῦ = τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, μπακαλε͜ιὸ = παντοπωλεῖον) Θρᾴκ. (Καρωτ.) || Παροιμ. ᾽Αλλοῦ βαροῦν τὰ τούμπανα κιˬ ἀλλοῦ γλεντᾶνε (ὅτι πολλαὶ ἐργασίαι γίνονται κρυφίως καὶ εἰς ἄλλο μέρος ἀπὸ τὸ νομιζόμενον) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ἄλλοι πίνουν καὶ γλεντοῦν | κιˬ ἄλλοι βλέπουν καὶ μεθοῦν (ἐπὶ τῶν διὰ τῆς σπατάλης των προκαλούντων λύπην εἰς τούς βλέποντας νὰ διασπαθίζεται ἡ περιουσία τῶν οἰκείων των) Πελοπν. (Ἄργ.) || Γνωμ. Τῶ ναυτῶνε οἱ γυναῖκες | τὸν Μαιˬάπριλον γλεντοῦνε (ὅτι αἱ σύζυγοι τῶν ναυτικῶν ἀπολαύουν τὸν συζυγικὸν βίον μόνον κατὰ τοὺς δύο τούτους μῆνας, ὅτε, λόγῳ τῶν κακῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ἡ ναυσιπλοΐα σταματᾷ) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ2., 328, 635. ᾿Αφοῦ ὑπάρχει θάνατος καὶ τὸ κορμὶ θὰ λε͜ιώσῃ, κιˬ ὅπο͜ιος ᾿ς τὸ gόσμο δὲ γλεdᾷ, θὲ νὰ τὸ μετανο͜ιώσῃ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Γλέdα, καηˬμένε ἄνθρωπε, ὅσο μπορεῖς καὶ ζῆσε, γιˬατί, ἂν εἶσαι σημερ’νός, αὐριανὸς δὲν εἶσαι Κρήτ. Τὸ φάε, πιˬέ καὶ γλέdισε εἶν’ ἡ ζωὴ τ’ ἀνθρώπου Κρήτ. (Σέλιν.) Ζευγαρίζεις, στραταρίζεις, | σκαπετολογᾶς, γλεντίζεις (ἡ ἄροσις τῶν ἀγρῶν διὰ τῶν βοῶν κουράζει ὀλιγώτερον ἀπὸ κάθε ἄλλην ἀγροτικὴν ἐργασίαν τὸν ζευγολάτην) Κρήτ. (Νεάπ.) ᾌσμ. Ὅσο μοῦ κάνεις τὸ βαρύ, χαίρομαι καὶ γλεdίζω Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Ὅσο μοῦ κάνεις πείσματα, χαίρομαι καὶ γλεdίζω, κατέχω το πὼς μ’ ἀγαπᾷς καὶ δὲ gακοκαρδίζω Κρήτ. (Νεάπ.) Τὰ παλληκάριˬα τὰ καλὰ γλεντᾶν καὶ τραγουδᾶνε Πελοπν. (Παιδεμέν.) Τὸ σπίτι μποὺ γλενdίζομε ἔει ᾿πόξω κουμοῦλ-λdες, ἐπήραμέν το ντὸ γαμbρὸ νgαὶ κάτσα γκάτω οὕλ-λdες Κῶς (Πυλ.) Πᾶρε, Μαριˬώ, τὴ ρόκα σου τσαὶ ’γὼ τὸν ταμπουρᾶ μου, νὰ πᾶμε νὰ γλεντήσωμε κάτου ’ς τὴν πεθερά μου Εὔβ. (Βρύσ.) Χουρεύουν τὰ παλλήκαρα, γλιντάζουν τὰ καηˬμένα Μακεδ. (Δεσκάτ.) Μαρὴ ήρα ἀτσίπ-ωτη, μαρή, ὅπου πασίζ-ζεις νά’ ῃς καῦκο ’ς τὸ σπίτι σου τὴ νύχτα νὰ γλεντίζ-ζῃς (καῦκο = ἐραστὴν) Κῶς (Πυλ.) Β) Μετβ. 1) ᾿Απολαύω τι κοιν.: Τὰ γλέντησε τὰ νιˬᾶτα του (διῆλθε τὴν νεανικήν του ἡλικίαν διασκεδάζων) κοιν. Γλεντάω τὸ κρασί μου - τὸν καφέ μου κοιν. Γλεντάω τὴ μοναξιˬά μου Λεξ. Δημητρ. Τὴ γλέντησε αὐτὴ τὴ γυναῖκα (τὴν ἀπέλαυσε) σύνηθ. ’Ηγλένdισέ dην ’ ὕστερις ξαπόλυέν dην ’ ἥφυεν (τὴν ἄφησε κ᾽ ἔφυγε) Κῶς (Καρδάμ.) Ἄφητσε τὸ γιˬό του ἀποπαίδι, γιˬὰ νὰ τὰ γλεdήσῃ ἡ τσουπάρα του τσ’ ὁ γαbράκος του (ἀποπαίδι = ἀπόκληρον, τσουπάρα = θυγατέρα) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ψέναμαν σφαχτὰ καὶ τὴ γλιντάγαμαν ’ς τοὺς γάμ’ς δγυˬὸ-τρεῖς μέρις (σφαχτὰ = αἰγοπρόβατα) Ἤπ. (Καταρρ.) Τὴ γλέντησα τὴ ζωούλα μου Πελοπν. (Γαργαλ.) || Γνωμ. Γλεντᾶτε τα, κορίτσιˬα μου, τὰ τρυφερά σας νιˬᾶτα, γιατὶ θὲ νά ’ρθῃ ἕνας καιρὸς νὰ-ν-τὰ μαράνῃ ἡ πλάκα Πέλοπν. (Ἦλ.) Ἔρχεσαι καὶ γλεντίζεις μας, | φεύγεις, κακοκαρδίζεις μας Αἴγιν. Πά’ ὁ παππᾶς ’ς τὰ Πάταυρα, γυρίντζει, τριγυρίντζει, καὶ ’μεῖς τήνε γλενdίντζομαι τὴγ κόττα μὲ τὸ ρύντζι Πάτμ. Μάννα μου, τούτ᾿ ἡ συντροφιˬὰ κιˬ ἂς ἦτο κιˬ ἄλλη τόση, καὶ νὰ τὴν ἐγλενdίζ-ζαμε, ὥστε νὰ ξημερώσῃ Κάσ. Τὸ μονοπάτι μ’ ἔβγαλε | ’ς τὴν κόρη ποὺ μὲ γλένταγε Πελοπν. (Βερζ.) Τὴν ἐρχομένη Κυριˬακή, ἂν τὰ οἰκονομήσω, θὰ σὲ τραυήξω, κούκλα μου, νὰ πάω νὰ σὲ γλεντήσω ’Αθῆν. Γιˬατί, κακόμοιρε ντουνιˬᾶ, σὲ μένα νὰ παινε͜ιέσαι; ἐγώ ’μουν ποὺ σ’ ἐγλένdιζ-ζα καὶ τώρα μ’ ἀπαρνε͜ιέσαι Κάσ. Χρυσό μου τριαντάφυλλο, μὴν καμαρώνῃς τόσο, ἐγώ ἠμουν ποὺ σὲ γλὲνταγα τρεῖς χρόνους καὶ καμπόσο Ἤπ. (Μαργαρ.) 2) Καθυστερῶ, ἀργοπορῶ εἰς τὴν ἐκτέλεσιν μιᾶς πράξεως, ἐπιδιώκων οὕτω μεγαλυτέραν ἀπόλαυσιν, ὡς εἰς πόσιν, βρῶσιν κ.τ.τ.: Τὸ γλεντῶ τὸ καφεδάκι μου. Τὸ γλεντῶ τὸ κρασί μου, δὲν τὸ πίνω μονοκοπανιˬὰ σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA