ἀτελείωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτελείωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτελείωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀτελείουτε Τσακων. ἀτέλε͜ιωτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀτέλε͜ιουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀτέλε͜ιουτε Τσακων. ἀτέλωτος Πόντ. (Χαλδ.) ἀτέλετος Πόντ. (Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀτελείωτος. Τὸ ἀτέλε͜ιωτος καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τελειωθείς, ὁ μὴ περατωθείς, ἀτελὴς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἡ δουλε͜ιὰ ἔμεινε ἀτελείωτη. Τὸ σπίτι εἶναι ἀτελείωτο. Ἀτέλε͜ιωτο ἐργόχειρο – κλάψιμο - παραμύθι κττ. κοιν. Ἐφέκεν τὴν δουλείαν ἀτ’ ἀτελείωτον Χαλδ. || Φρ. Τὸν ἀτελείωτο ἔχει (ἐπὶ ἐργασίας βραδέως περατουμένης) Σῦρ. Συνών. ἀξετελείωτος, ἀξετέλευτος 1, ἀτέλευτος 1. 2) Ὁ μὴ ἔχων πέρας, ἀτελεύτητος, ἄπειρος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ὁ κόσμος εἶναι ἀτέλε͜ιωτος. Βῆχας ἀτελε͜ιωτος. Στρατὸς ἀτελε͜ιωτος. Βροχὴ ἀτελε͜ιωτη. Νύχτα ἀτέλε͜ιωτη. Σκοτάδι ἀτέλε͜ιωτο. Τὸ νερὸ τῆς βρύσις εἶναι ἀτέλε͜ιωτο. Βάσανα – γέλιˬα – λόγιˬα – πλούτη ἀτέλε͜ιωτα κοιν. Ἡ καλωσύν ’τ’ ἀτελείωτον ἔν’ Χαλδ. || Ποιήμ. Λές κ’ ἔτσι ἀτέλε͜ιωτο ὀνειρο τὴνε κρατεῖ δεμένη ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,193. Συνών. ἀσκόλαστος 2, ἀσταύρωτος 6, ἀτέλευτος 2, ἄτελος (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA