ἀτέλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτέλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτέλευτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀτέλιφτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀτέλευτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τελειωθεὶς, ἀτελὴς πολλαχ.: Δουλε͜ιὰ ἀτέλευτη. Σκάψιμο ἀτέλευτο. Συνών. ἀτελείωτος 1. 2) Ἄπειρος, ἀμέτρητος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀτέλιφτα ἦταν τὰ σταφύλιˬα φέτου. Συνών. ἀτελείωτος 2. 3) Ὁ μὴ τελευτῶν, ἀνεξάντλητος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶν’ ἀτέλιφτους αὐτὸς οὑ γέρουντας μὶ τ’ς ἰδιουτρουπίις τ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA