γρομπουλίτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρομπουλίτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρομπουλίτσι τό, ἀμάρτ. γρουμπ᾽λίτσ᾽ Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρομπούλι ὡς ὑποκορ.

Σημασιολογία

Μικρὸ γρομπούλι 2, τὸ ὁπ. βλ.: Νό μ᾽ ἕνα γρουμπ᾽λίτσ᾽ τυρὶ νὰ προσφάω τὸ ψωμί μ᾽! (νό μ᾽ = δός μου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/