ἀτελώνιστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτελώνιστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτελώνιστα ἐπίρρ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτελώνιστος.

Σημασιολογία

Χωρὶς καταβολὴν τελωνειακοῦ δασμοῦ: Πέρασε ἀτελώνιστα τὸ πρᾶμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/