γροσάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροσάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γροσάκι τό, Ἀντίπαξ. Παξ. - Κ. Σκόκος, Διηγ., 8 γρουσά᾽ Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Σάμ. (Μυτιλην.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόσι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὸ γρόσι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ. ἀν : ᾽Σ τὰ πιδιˬὰ δίνατι γρουσάκιˬα (ἐνν. στὰ παιδιά ποὺ ἔλεγαν τα κάλαντα) Σάμ. (Μυτιλην.) Ἅdας ἔρχουνταν ἡ γαμπρός ᾽ς σπίτ᾽ τ᾽ς νύφ᾽ς μαζὶ μὶ τοὺ σ᾽μπιθιρει͜ό, πέταγι ἕνα ρόδου πάνου ᾽ς τὴ σκιπή, πού ᾽χι μέσα γρουσάκιˬα κὶ μιτιλίκιˬα (=μεταλίκιˬα = ὑποδιαίρεσις τῆς τουρκικῆς λίρας) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) || ᾎσμ. Μ᾽ ἕνα μεταλίκι | γιˬόμισα γροσάκιˬα, τά ᾽φαγα, τὰ γλέντησα | μὲ τὰ κοριτσάκιˬα Ἀντίπαξ. Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA