γροσάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροσάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γροσάρικος ἐπίθ. Πελοπν (Ἀναβρυτ.) - Ἐφημ. Ἐλλην Γεωργ. Ι, 83 γροσάρ᾽κος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) γρουσάρ᾽κους Λέσβ. Μακεδ. (Βόιον).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γροσάρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀξίας ἑνὸς γροσίου Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βόιον) : Βραχιˬουλέ᾽ γρουσάρ᾽κου Λέσβ. Γροσάρ᾽κο κερὶ Σηλυβρ. Γρουσάρ᾽κου μαχαίρ᾽ Βόιον. 2) Εἰς τὸν πληθ., ὑπὸ τὸν τύπον γροσάρικα ἐννοεῖται εἶδος συμφωνίας, κατὰ τὴν ὁποίαν παραχωρεῖ τις εἰς ποιμένα, δι᾽ ὡρισμένον χρόνον, ἀριθμὸν προβάτων διατιμωμένων πρὸς ὡρισμένην ἀξίαν. Ὁ ποιμήν ὑποχρεοῦται νὰ ἐξοφλήση τὸ χρέος του εἰς τρεῖς ἴσας ἐτησίας δόσεις, εἰς δὲ τὸ τέλος τοῦ ὁρισθέντος χρόνου - τριῶν ἐτῶν συνήθως – μοιράζεται ἐξ ἡμισείας μετὰ τοῦ ἰδιοκτήτου τὰ ληφθέντα πρόβατα καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν γεννηθέντα θήλεα Πελοπν. (Ἀναβρυτ.) - Ἐφημ. Ἑλλην. Γεωργ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/