ἀτεπούριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτεπούριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτεπούριστος ἐπίθ. ἀτεπούριγος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τεπουριστὸς < τεπουρίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ καθαρισθεὶς μὲ τεπούρ’, ἤτοι ἀβαθῆ δίσκον μὲ τὸν ὁποῖον δι᾿ ἀναρρίψεως καθαρίζεται ὁ σῖτος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λίθους, ἐπὶ σίτου: Ἀτεπούριγα κοκκία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/