βλαφτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαφτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλαφτικὸς ἐπίθ. Κύπρ. Σίφν. -Λεξ. Δημητρ. Βλαφκικὸ Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. βλαπτικός.

Σημασιολογία

Βλαβερός, πειρακτικὸς ἔνθ’ ἀν: ᾎσμ. ᾿Επολοήθην ταί λαλεῖ μὲ τὴν πολ-λὴν μανιˬέραν, μὲ κἄτι λόγια βλαφτικά, ἡ ἄσπρη περιστέρα Κύπρ. Συνών. πειραχτικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/