γλίνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλίνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλίνα ἡ, γλίνη ’Ικαρ. (Εὔδηλ.) γλίνα πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γίνα Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ. Τσέρ.) Χίος (Πισπιλ.) γλίν-να Κύπρ. γκλίνα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) γαλίνα Θάσ. Λῆμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλίνη. Πβ. Ἡρωδιαν., ᾿Επιμερ., 15 Εὐσταθ., Παρεκβ., 1244, 55 κἑξ. Μ. ’Ετυμολ. 234,26 εἰς λ. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ρύπος, γλοιώδης ἢ κολλώδης λιπαρὰ ἀκαθαρσία, κηλὶς ἐλαιώδης ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας σκευῶν, ἐνδυμάτων ἢ ὑγρῶν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κύμ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θάσ. Θεσσ. (Τρίκερ.) Θήρ. ’Ικαρ. Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Ραμν. Σέλιν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ. Τσέρ.) Ρόδ. Σίφν -Λεξ. Κορ., Γαλλογραικ. λεξ., 330 Βλαστ. 455 Πρω. Δημητρ.: Γαλίνα λαδά’ δὲν ἔ’ Θάσ. Δὲν πίνει ’τοῦ χάμου τὸ ζῶ’. Εἶναι οὕλο γλίνες τὸ νερὸ Βρύσ. Τούτ᾽ ἡ κατσαρόλα εἶν᾽ ὅλο γλίνα Κουβαλᾶτ. Πρέπει νὰ τὸ βάλῃς ’ς τὴ θάλασσα μιˬὰ δυˬὸ μέρες, νὰ φύγῃ αὐτὴ ἡ μαλλούπα, ἡ γλίνα ποὺ ἔχει ἀπάνω του Τρίκερ. Σκότωσε κεινονὲ τὸ γυμνοχοχλιˬό, γιατὶ ἀφίνει γλίνα ’ς τὸ dοῖχο Ραμν. Ἡ λουτσάρα ἔχει μαζέψει γίνα (λουτσάρα = λάκκος μὲ λιμνάζοντα ὕδατα) Πελοπν. (Καρδαμ.) β) Μεταφ., ὁ κόλαξ, ἐνοχλητικὸς Κῶς Λέσβ. Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. – Λεξ. Δημητρ.: Μιˬὰ γλίνα ἐκατάνdησε Μεγίστ. Συνῶν. λίγδα, γλίτσα, μαλλούπα. γ) Φιλάργυρος Λέσβ.: Ἅμ-μα γλίνα εἶι! (πόσον φιλάργυρος εἶναι!) 2) Τὸ ἰξῶδες λιπαρὸν ἔλαιον, τὸ ἐν χρήσει δι’ ἐπάλειψιν τοῦ σώματος πρὸς καθαρισμὸν Λεξ. Δημητρ. 3) Βλεννώδης ἢ πυώδης ἀκαθαρσία τῶν ὀφθαλμῶν, τῆς ρινὸς ἢ τοῦ αἰδοίου τῶν θηλυκῶν θηλαστικῶν κατά τὴν περίοδον τῆς ὀχείας Εὔβ. (Βρύσ. Κύμ. ᾽Οξύλιθ.) Ἤπ. Κύπρ. Ρόδ.: ᾿Εβγήκασι οἱ γλίνες τ’ ἀμμαδκιˬοῦ του Κύπρ. Γλίνα τοῦ θηλυκοῦ Ρόδ. Ἡ γίδα τρέχει γλίνες· θὰ πηδε͜ιέται Βρύσ. β) Μεταφ., ἐπὶ καχεκτικοῦ, ἀτροφικοῦ Κύπρ.: Ἔν᾿ τέλε͜ια γλίν-να. ’Ποὺ τὴν ἀρρώσκιˬαν ἐγίνην γλίν-να γ) Τὸ λεύκωμα τοῦ ᾠοῦ Κύπρ. 4) Λίπος ἀνθρώπου ἢ ζῴου, ἰδιαιτέρως χοίρου σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.): Μαγερεύομε μὲ γλίνα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Ἔχει πολλὴ γλίνα τὸ φαῒ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Τηγανίζου ἀβγὰ μὶ γλίνα Στερελλ. (Περίστ.) Ὁ χοῖρος ἦτον παχὺς κ’ ἤβγαλι πουλλὴ γλίνα Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Ἡ λαγύνα εἶναι γεμάτη γλίνα Πελοπν. (Οἴτυλ.) Δὲν τρωγόταν ᾽κεῖνο τὸ χοιρ’νό· οὕλο γλίνα ἦταν Εὔβ. (Ψαχν.) Ἔβγαλα δέκα οὐκάδις γλίνα ἀπ’ τοὺ γ᾽ρού’ Στερελλ. (Γραν.) Ὁ βελανόχοιρος ἅμα εἶναι καλὰ βελανισμένος, βγάζει πολλὴ γλίνα (βελανόχοιρος = χοῖρος τρεφόμενος μὲ βαλανίδια, βελανισμένος = τραφεὶς μὲ βαλανίδια). ’Αγόρασ’ ἕνα κομμάτι κριˬὰς χοιρ’νὸ ποὺ τὸ μισὸ εἶναι σκέτη γλίνα Μῆλ. Ἄοτες, κάθα Σάββατο, θυμοῦμαι πού ᾽βανα γλίνα κ’ ἤλειβγα τὸ ζεστὸ (ἐνν. ψωμὶ) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ἄλειψα τὰ τσαρούχιˬα μ᾽ μὶ γλίνα, γιˬὰ νὰ μὴ βάζ’ν νιρὸ Μακεδ. (Δεσκάτ.) ᾿Αλείψανε τὰ βρεχάμενα (τῆς βάρκας) μὲ χοιρ’νὴ γλίνα Μῆλ. ᾿Εδώκαμέ dων ἕνα gαβανουδάκι γλίνα (gαβανουδάκι = γαβανουδάκι = πήλινον δοχεῖον) Νάξ. (’Απύρανθ.) Ἅμ-μα κα’ουρνdίσῃς τὰ χοιρινά, ᾽νελε͜ιών-νει ἡ γλίνα Κῶς (Πυλ.) || Φρ. Ἔκανα γλίνις (ἐπαχύνθην, ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἐπιχαίρει δι᾽ ἀτύχημα ἐχθροῦ του) Μ. ’Ασία (Κυδων.) Συνών. φρ.: Ἔκανε ἄλειμμα ἡ καρδιˬά μου, ἔκανα ξύγγι, ἔφαγα μέλι. Δίνω γλίνες (χαιρεκακῶ, ἱκανοποιοῦμαι) ’Ιων. (Βουρλ.) Θὰ λε͜ιώσῃς γλίνα, μὴν πααίνῃς τοὺν κάμπου (θὰ ὑποφέρῃς πολὺ ἀπὸ τὸν καύσωνα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔλε͜ιουσα γλίνα σήμιρα (ὑπέφερα ἀπὸ τὸν καύσωνα) αὐτόθ. || Αἴνιγμ. ᾽Α᾽ὸ ’πέξω γλιστερὸν τ’ ἀ’ομέσα γλινερὸν τ’ ἀ’ομέσ’ ἀπὲ τήγ-γλίναν ἔει τὸ τσουκ-καριστὸ (τὸ σῦκον) Χίος (Πισπιλ.) || ᾌσμ. Νὰ σκοτώσω πέντε δέκα καὶ τὴ γραῖα Μπουρμπουλῖνα, | ποὺ μᾶς ἔφαγε τὴ γλίνα ἀπὸ μέσ’ ἀπ’ τὴ λαγύνα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Τὴ γλίνα καὶ τὸ βούτυρο τσ’ ἐλιˬὲς τσὶ τσακισμένες τσὶ πιπεριὲς πού ’χα τουρσί, τίνος τσ᾽ ἔχεις δοσμένες; Α. Κριάρ., ᾌσμ. 363 Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ’Αγαπ., Γεωπον., κεφ. 156: «κοπάνισον τὸ δερμάτι τοῦ ὄφεως μὲ γλίνα χοίρου καὶ βάλε τα». Συνών. ἄλειμμα, λαρδί, λίγδα, λίπα, λίπος, ξύγγι. β) Τὸ περιτόναιον τῶν ζῴων Μακεδ. (Γήλοφ.) Σκόπ.: Ἅμα σφάξῃς κανένα γουρού’, νὰ μὶ κρατήσῃς τ’ γλίνα Σκόπ. γ) Ἡ κήλη Μ. ’Ασία (Κυδων.): Κατέβασι ἡ γλίνα τ’. Συνών. φρ. Βγῆκε - ἔπεσε - κατέβασε τὸ ξύγγι του. 5) Πηλός ἰλύς, ἀργιλλώδης γῆ Ἄνδρ. Δονοῦσ. Εὔβ. (Λιχὰς Στρόπον. Ψαχν.) ’Ερεικ. Ἤπ. (Ἄγναντ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Καταρρ. Κοκκιν. Κουκούλ. Κρυοπ. Μαργαρ. Μέγα Περιστ. Ξηροβούν. Πλάκ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (’Αργιθ. Βαθύρρ. Ζαγορ. Καρδίτσ.) ’Ικαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ.) Ἴος Κεφαλλ. (’Αργοστόλ. Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.) Λευκ. Μακεδ. Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ. Ἀργολ. ᾽Αρκαδ. Βερεστ. Βούρβουρ. Ἑρμιόν. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Κοντοβάζ. Κοντογόν. Κορών. Κυλλήν. Λάλ. Λάστ. Λεντεκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Μεσσην. Παιδεμέν. Πιάν. Ποταμ. Τριφυλ.) Πόντ. (Κάρς) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Γραν. Εὐρυταν. Λεβάδ. Μεσολόγγ. Μύτικ. Ναύπακτ. Πατιόπουλ. Σπάρτ.) Τσακων. (Μέλαν.) κ.ἀ.- Λεξ. Αἰν. Δημητρ.: Δὲ bῆγα ’ς τὸ ζευγάρ’· δὲ bορεῖς νὰ βγῇς ’πὸ τὴ γλίνα Ψαχν. Εἶναι γλίνα τὸ χωράφι Λευκ. Ἔχε τ’ ἀμέντι σου, γιˬατὶ αὐτοῦ ποὺ προυβατεῖς εἶναι γλίνα (ἔχε τ᾽ ἀμέντι σου = ἔχε τὸ νοῦ σου, πρόσεχε, προυβατεῖς = βαδίζεις) ᾽Ερεικ. Κατέβασι θουλούρα μὶ γλίνα τοὺ πουτάμ’ Ζαγόρ. Κουκούλ. Δυˬὸ δάλ’λα γλίνα ἤφερε μέσ’ ’ς τ᾽ ἀμπέ’ μας ἡ πλημμύρα Σκόπ. Βάζουμε γλίνα, γιˬὰ νὰ βουλλώσουμε τὶς τροῦπες Κυλλήν. Λάλ. ᾽Ιδῶ κάτ’ τὰ χώματα εἶι παντοῦ γλίνα Ζαγόρ. Κό’σαν τὰ παπούτα μ᾽ γλίνα Πλάκ. Πλατανοῦσ. Ἡ γλίνα ἅμα βραχῇ, μαλακώ’ σὰν τοὺ κιρὶ ᾽ς τ᾽ φουτιὰ Αἰτωλ. Πᾶμι νὰ βγάλουμι γλίνα νὰ φκε͜ιάκουμι κοκόρια Κρυοπ. Τὸ χῶμα λε͜ιώνει καὶ κάνει γλίνα καὶ δὲν ἀφίνει τὴ βροχὴ νὰ περάσῃ μέσα Δονοῦσ. Ταπάνου τὸ ριζοβούνι εἶναι οὖλος ὁ τόπος μὲ γλίνα Μαργαρ. Βγάι καμπόσ’ γλίνα νὰ βάλουμι ἰδῶ π᾿ τρέ’ τ᾽ αὐλά’ Ἀχυρ. Συνών. γλινότοπος, γλινοτόπι, γλινόχωμα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπους Γλίνα Ἤπ. Κεφαλλ. (’Αργοστ.) Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ. Ἦλ. Μάν. Μεθών. Ξηροκ. Πυλ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναυπακτ. Παρνασσ. Τριχων.) Γλίνη ’Ικαρ. (Εὔδηλ.) ’Σ τῆς Γλίνας τὸ χωράφι Σκῦρ. Γλίνες Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Πελοπον. (᾽Ανδροῦσ. Βούρβουρ. Ἦλ.), Γλίνις Ἤπ. (’Ιωάνν.) Στερελλ. (Δωρ. Νεοχώρ. Φθιῶτ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλίνας ὁ, Θήρ. Πελοπν. (Χατζ.) β) Παχὺς χυλὸς Οἰκον., Δοκίμ., 2, 73. γ) Ἄρτος ἀτελῶς ἑψημένος, τῆς σημασίας ὀφειλομένης εἰς τὴν γλοιώδη ὑφὴν τούτου Κάρπ. Κάσ. Πελοπν. (Δημητσάν.): Μία γλίνα ἐίνησατ-τὰ ψωμιˬὰ Κάρπ. 6) Εἶδος σκώληκος ὁ ὁποῖος ζῇ καὶ κινεῖται ἐντὸς τῆς ἰλύος Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γλίστρα 8β. 7) Διάφορα εἴδη φυτῶν, ὡς ἐκ τοῦ κολλώδους αὐτῶν ὀποῦ, ἤτοι: α) Τὸ φυτὸν ᾿Ανδράχνη ἡ λαχανηρὰ (Portulaca oleraceae), τῆς οἰκογ. τῶν Λυτικιδῶν (Portulacaceae) Μεγίστ. Συνών. βλ. εἰς λ. ἀντράκλα (Ι), γλιστρίδα, τρέβλα, χλιμίτσα, χοιροβότανο. β) Ὁ πετρόβιος λειχὴν Ροκέλλη ἡ φύκοψις (Rocella phycopsis) Λεξ. Πρω. Δημητ. γ) Τὸ φυτὸν Σκίλλα ἡ παράλιος (Scilla ἢ Urginea maritima), τῆς οἰκογ. τῶν Λειριιδῶν (Liliaceae) Κεφαλλ. Συνών. ἀγιˬοβασιλίτσα 2, ἀγριόσκιλλα 2, ἀσκέλλα, ἀσκιλλοκάρα, ἀσκινοκάρα, κρεμμυδασκίλλα, κουτσούνα, μπότσικας, μποτσίκι, σκίλλα, σκιλλοκρομμύδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA