γλινερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλινερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλινερὸς ἐπίθ. Ζάκ. (Τραγάκ. κ.ἀ.) Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γαλανᾶδ. Τρίποδ.) Πάρ. (Νάουσ.) Στερελλ. (Ἀστακ.)- Α. Καρκαβίτσ., Ἑβδομ., 3, 56 γλινερὸς Χίος (Πισπιλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
1) Ὁ λιπαρός, λιπώδης Κρήτ. Στερελλ. (’Αστακ.): Γλινερὸ χῶμα ᾿Αστακ. β) Μεταφ. ὁ ὀλισθηρὸς Χίος (Πισπιλ.) || Αἴνιγμ. ᾿Α᾿ὸ ’πέξω γλιστερὸν | τ’ α’ομέσα γλινερὸν τ’ ἀ’ομέσ’ ἀπὲ τὴγ-γλίναν | ἔει τὸ τσουκ-καριστὸ (τὸ σῦκον). 2) Τόπος ἀργιλλώδης Ζάκ. (Τραγάκ.) - Α. Καρβίτσ., Ἑβδομάς, 3, 56: Βυθίζεται ἔτι περισσότερον εἰς γλινερὸν τόπον, ὅστις ροφᾷ δίκην σικύας Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν. 3) Φαγητὸν παρασκευαζόμενον μὲ γλίναν, ἤτοι χοίρειον λίπος Θήρ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πάρ. (Νάουσ.) 4) Ὡς οὐσ., οἱονδήποτε πάχος Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γαλανᾶδ. Τρίποδ.): Εἶχε ἕνα χέλι τοῦ Καταρράχτη κ᾽ ἠγέμισε πέdε μεθῆρες γλινερὸ (μεθῆρες = λάγυνοι) Τρίποδ. Πόσα κουρούπιˬα γλινερὸ ἐγεμίσετε; Γαλανᾶδ. β) Τεμάχια χοιρείου κρέατος, τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ τηγανισθοῦν μὲ χοίρειον ἐπίσης λίπος, διατηροῦνται καὶ προσφέρονται ὡς φαγητὸν Νάξ. (᾽Απύρανθ. Γαλανᾶδ.) Πάρ. (Νάουσ.) : Κάνουνε λουκάνικα γλινερὰ Νάουσ. Συνών. σύγλινο, τσιγαρίδα. || Φρ. Κατούρησε ἢ χέσε μέσ’ ’ς τὸ γλινερὸ (ἐπὶ ἀντιξόων περιστάσεων) ’Απύρανθ. Συνών. Χέσε μέσα, βράσε ρύζι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA