βλαχεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαχεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλαχεˬὰ ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐθν. ὀν. Βλάχος καὶ τῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

1) ’Οσμή, ἀποφορὰ Βλάχου σύνηθ.: Παροιμ. Ὁ Βλάχος ἄρχως κιˬ ἂν γενῇ, πάλι βλαχεˬᾶς μυρίζει (ὁ ταπεινῆς καταγωγῆς ἄνθρωπος καὶ ἂν προαχθῇ ὐλικῶς, δὲν ἀποβάλλει τὴν προτέραν ἀγροικίαν. Πβ. καὶ ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,135. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) Πελοπν. (Μάν.) Συνών βλαχίλα 1. 2) Ἡ ἰδιότης, ὁ τρόπος τοῦ Βλάχου, ἀγροικία, χυδαιότης σύνηθ: Μοῦ ἔκανε μιˬὰ μεγάλη βλαχεˬὰ Λεξ. Δημητρ. Ἔχει πολλὴ βλαχεˬὰ ἀπάνω του αὐτόθ. Συνών. βλαχίλα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/