γλινιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλινιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλινιˬάζω Θήρ. Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.) Κύπρ. (Γερμασόγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Δημητσ. Ἦλ. Κορών. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γλινιˬάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κύμ. Στρόπον. κ.ἀ.) Στερελλ. (Περίστ.) γλιν-νιˬάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίνα.
Σημασιολογία
1) ’Αποκτῶ γλίναν, λίπος, καθίσταμαι λιπώδης, λιπαρὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. 2) Μετβ., ἀναμειγνύω τὴν ἄργιλλον μεθ’ ὕδατος Στερελλ. (Περίστ.) 3) ᾽Αμτβ., καθίσταμαι ρυπαρός, καλύπτομαι ὡς διὰ γλοιώδους ρύπου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ.) Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κορών. κ.ἀ.) Γλινιˬάκανε τὰ νερὰ Βρύσ. ’Σ τὴν ἀμμουδιˬὰ εἶναι ὅλο γλίνα, γλινιˬάζει Κορων. Πλύνε τὴ λεκάνη καλά, γιˬὰ θὰ γλινιˬαστῇ Ραμν. 4) ’Αποκτῶ βλένας, ἐπὶ φαγητοῦ ἐκ χόρτων ὑπὲρ τὸ δέον ἑψημένων ἢ ἀποσυντεθειμένων ἢ ἐπὶ ἄρτου ἀτελῶς ἑψημένου Θήρ. Κύπρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Δημητσ.): Οἱ πάμ-μιˬες ἐβαρυψηθήκαν ταὶ γλίν-νιˬασαν Κύπρ. Τὸ ψωμὶ ἐγλίνιˬασεν Δημητσ. ’Εγλίν-νιˬασεν τὸ φαῒν Κύπρ. 5) ’Επὶ θηλυκῶν θηλαστικῶν, τὰ ὁποῖα ἐκβάλλουν ἀπὸ τὰ αἰδοῖα των βλένναν κατὰ τὰς περιόδους τῆς ὀχείας καὶ τοῦ τοκετοῦ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κύμ. ’Οξύλιθ.): Ἡ γίδα γλινιˬάζει· θὰ κάμῃ τὰ κατσίκιˬα Βρύσ. 6) Πληροῦμαι πηλοῦ, καλύπτομαι ὑπὸ ἰλύος Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Ἦλ. Μεσσην. κ.ἀ.) : Γλίνιασ’ οὑ τόπους Στρόπον. Ἦρθε κατεβασιˬὰ λούμπη καὶ γλίνιˬασε τὸν κῆπο (ἐκ τῆς πτώσεως ραγδαίας βροχῆς ἐκαλύφθη ὁ κῆπος ὑπὸ ἰλύος) Ἦλ. 7) Μεταφ., δυσαρεστῶ, στενοχωρῶ τινα Κύπρ.: ’Εγλίνιˬασες τὴν καρδίαν μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA